Η ΠΟΡΤΑ ΑΝΟΙΓΕΙ και μπροστά της χάσκει η άβυσσος.
Δεν υπάρχουν χρώματα στην άλλη πλευρά , ούτε φως , ούτε υπόσχεση για οτιδήποτε - μόνο φρίκη. Ούτε λέξεις . Ούτε κατεύθυνση. Μόνο μια ανοιχτή πόρτα που σημαίνει το ίδιο πράγμα κάθε φορά.
Ο συγκρατούμενος έχει απορίες.
«Τι διάβολο;» Κοιτάζει μια εμένα και μια την ψευδαίσθηση της απόδρασης. «Μας αφήνουν να φύγουμε;»
Ποτέ δεν θα μας αφήσουν να φύγουμε. «Είναι ώρα για ντους».
«Ντους;»
«Δεν έχουμε πολύ χρόνο» του λέω. «Πρέπει να βιαστούμε».
«Περίμενε. Τι είπες;» Απλώνει το χέρι του για να με αγγίξει στο μπράτσο , αλλά εγώ τραβιέμαι.
«Μα δεν υπάρχει φως - δεν θα βλέπουμε ούτε που πηγαίνουμε...»
«Γρήγορα». Καρφώνω το βλέμμα μου στο πάτωμα. «Πιάσε το στρίφωμα από το μπλουζάκι μου».
«Μα τι λες...»Ένας συναγερμός ακούγεται στο βάθος. Ένας βόμβος που πλησιάζει κάθε δευτερόλεπτο που πονάει. Σύντομα όλο το κελί δονείται από τον ήχο και η πόρτα ξανακλείνει. Τον πιάνω από το μπλουζάκι και τον τραβάω δίπλα μου στην σκοτεινή γωνία. «Μην πεις τίποτα».
«Μα...»
«Τίποτα» λέω απειλητικά. Είναι ίδρυμα , κέντρο για προβληματικούς νέους, για παραμελημένα παιδιά από διαλυμένες οικογένειες , καταφύγιο για τους ψυχικά διαταραγμένους. Είναι φυλακή. Δεν μας ταΐζουν τίποτα και δεν βλέπουμε ο ποτέ ο ένας τον άλλον πάρα μόνο τις σπάνιες φορές που το φως περνάει κλεφτά από τα ραγίσματα στα τζάμια που υποτίθεται ότι είναι παράθυρα. Τις νύχτες τις ταράζουν τα ουρλιαχτά και τα δυνατά αναφιλητά, τα κλάματα και οι βασανισμένες κραυγές , ο θόρυβος από σάρκες και κόκαλα που σπάνε και δεν θα μάθω ποτέ αν αυτό συμβαίνει από βία ή από επιλογή. Πέρασα τους πρώτους 3 μήνες παρέα με την βρόμα μου. Κανείς δεν μου είπε που είναι τα μπάνια και οι ντουζιέρες. Κανείς δεν σου μιλάει , παρά μόνο όταν έχουν να σου πουν άσχημα νέα. Κανένας δεν σε αγγίζει ποτέ. Τα αγόρια και τα κορίτσια δεν συναντιούνται ποτέ.
Εκτός από χθες.Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση.
Τα μάτια μου αρχίζουν να συνηθίζουν στην τεχνητή νύχτα. Τα δάχτυλα μου ψηλαφίζουν για να βρουν τον δρόμο μέσα στους διαδρόμους με τους τραχείς τοίχους και ο συγκρατούμενος δεν βγάζει άχνα. Σχεδόν τον καμαρώνω. Είναι περίπου τριάντα εκατοστά πιο ψηλός από εμένα, το κορμί μου είναι στιβαρό κι έχει τους μυς και την δύναμη ανθρώπου της ηλικίας μου. Ο κόσμος δεν τον έχει τσακίσει ακόμα.
«Μα τι...»
Τραβάω το μπλουζάκι του για να τον εμποδίσω να μιλήσει. Δεν έχουμε βγει ακόμα από τους διαδρόμους. Νιώθω μια παράξενη να τον προστατέψω , αυτόν τον άνθρωπο που μάλλον θα μπορούσε να με κατατροπώσει με 2 δάχτυλα. Δεν καταλαβαίνει ότι η άγνοια του τον κάνει ευάλωτο . Δεν καταλαβαίνει ότι μπορεί να τον σκοτώσουν χωρίς κανέναν λόγο απολύτως.
YOU ARE READING
Διάλυσε με
Non-FictionΗ Τζούλιετ δεν έχει αγγίξει κανέναν εδώ και 264 ημέρες ακριβώς. Το άγγιγμα της ειναι τοξικό και θανατηφόρο.Σε όλη της την ζωή δεν έκανε τίποτα άλλο από το να προσπαθεί να συμπεριφέρεται αθόρυβα, να παραμένει στο περιθώριο ώστε να μην πληγώσει τους α...