Δεκαεπτά

10 3 0
                                    

ΚΟΛΥΜΠΑΩ ΣΤΟ ΦΩΣ του ηλίου.
Ο Γουόρνερ κρατάει ανοιχτή μια πόρτα που βγάζει έξω και είμαι όσο απροετοίμαστη για αυτή την εμπειρία ώστε μετά βίας βλέπω μπροστά μου. Με πιάνει από τον αγκώνα για να με βοηθήσει να βρω την ισορροπία μου και εγώ τον κοιτάζω.

«Πάμε έξω». Το λέω επειδή πρέπει να το πω φωναχτά. Επειδή ο έξω κόσμος είναι ένα δώρο που μου προσφέρουν σπάνια. Επειδή δεν ξέρω αν ο Γουόρνερ θα φανεί πάλι καλός μαζί μου. Στρέφω το βλέμμα μου σε κάτι που φαίνεται σαν αίθριο από τσιμέντο και μετά τον ξανά κοιτάζω. «Τι θα κάνουμε έξω;»

«Πρέπει να τακτοποιήσουμε κάποιες δουλειές». Με τραβάει στο κέντρο αυτού του καινούργιου σύμπαντος κι εγώ ελευθερώνομαι από το κράτημα του κι απλώνω τα χέρια μου για να αγγίξω τον ουρανό, με την ελπίδα ότι θα με θυμηθεί. Τα σύννεφα είναι γκρίζα όπως πάντα, αλλά είναι αραιά και ανάλαφρα. Ο ήλιος είναι ψηλά ψηλά, βολεμένος σε ένα φόντο που στηρίζει τις αχτίδες του και αντανακλά τη ζέστη του προς το μέρος μας. Στέκομαι στις μύτες των ποδιών μου και προσπαθώ να τον αγγίξω. Ο άνεμος χώνεται στην αγκαλιά μου και χαμογελάει στην επιδερμίδα μου. Δροσερός και απαλός σαν μετάξι αέρας περνάει τρυφερά μέσα από τα μαλλιά μου. Αυτό το τετράγωνο αίθριο θα μπορούσε να γίνει η δίκη μου αίθουσα χορού.

Θέλω να χορέψω με τα στοιχεία της φύσης. Ο Γουόρνερ με πιάνει από το χέρι. Γυρίζω προς το μέρος του. Χαμογελάει. «Αυτό», λέει δείχνοντας τον ψυχρό γκρίζο κόσμο κάτω από τα πόδια μας, «σε κάνει να χαίρεσαι;»

Κοιτάζω τριγύρω. Συνειδητοποιώ ότι το αίθριο δεν είναι ακριβώς ταράτσα, αλλά κάποιο σημείο ανάμεσα σε δυο κτίρια. Πηγαίνω στο περβάζι και βλέπω πεθαμένη γη και γυμνά δέντρα και σκόρπια κτίρια να απλώνονται σε έκταση χιλιομέτρων. «Ο κρύος αέρας μυρίζει φρεσκάδα», του λέω.

Στα μάτια του φαίνεται ευθυμία, ανησυχία, ενδιαφέρον και σύγχυση, όλα αυτά μαζί. Κουνάει το κεφάλι του. Ψάχνει στο σακάκι του και βάζει το χέρι του σε μια εσωτερική τσέπη. Βγάζει ένα πιστόλι με χρυσή λαβή που γυαλίζει στο φως του ηλίου. Μου κόβεται η ανάσα.

Κοιτάζει το όπλο με τρόπο που δεν κατανοώ, μάλλον για να δει αν είναι έτοιμο να ρίξει ή όχι. Το κρατάει με το δάχτυλο του πάνω στην σκανδάλη. Γυρίζει και βλέπει την έκφραση στο πρόσωπο μου. Σχεδόν γελάει. «Μην ανησυχείς. Δεν το έχω για σένα».

«Τι το θέλεις το όπλο;» Ξεροκαταπίνω, δυνατά, τα χέρια μου είναι κολλημένα σφιχτά στο στήθος μου. «Γιατί ήρθαμε εδώ έξω;»

Διάλυσε με Donde viven las historias. Descúbrelo ahora