Οκτώ

13 4 0
                                    

ΚΑΝΩ 2 ΗΜΕΡΕΣ να ανοίξω τα μάτια μου.

Υπάρχει ένα τσίγκινο ποτήρι νερό και ένα τσίγκινο πιάτο με φαγητό στο πλάι και εισπνέω το κρύο περιεχόμενο τους με χέρια που τρέμουν, ενώ ένας αμβλύς πόνος κυριεύει τα κόκαλα μου. Δεν φαίνεται να εχω σπάσει τίποτα, αλλά με μια μάτια κάτω από το μπλουζάκι μου καταλαβαίνω ότι ο πόνος μου είναι αληθινός. Οι μελανιές είναι ξεθωριασμένες μπλε και κίτρινες κηλίδες, είναι μαρτύριο να τις αγγίζω και θα αργήσουν να φύγουν. Ο Άνταμ δεν φαίνεται πουθενά.

Είμαι μόνη στο κελί απομόνωσης, 4 τοίχοι σε απόσταση όχι πάνω από 3 μέτρα σε κάθε κατεύθυνση και ο αέρας περνάει μόνο από μια μικρή θυρίδα στην πόρτα. Πάνω που αρχίζω να τρομοκρατώ τον εαυτό μου με την φαντασία μου, η βαριά μεταλλική πόρτα ανοίγει με βία. Ένας φρουρός με 2 τουφέκια περασμένα χιαστό στο στήθος του με κοιτάζει από την κορυφή μέχρι τα νύχια.

«Σήκω». Αυτή την φορά δεν διστάζω. Ελπίζω τουλάχιστον ο Άνταμ να είναι ασφαλής. Ελπίζω να μην έχει το ίδιο τέλος με εμένα.  

«Έλα μαζί μου». Η φωνή του φρουρού είναι βραχνή και βαθιά, τα γκρίζα μάτια του αινιγματικά. Φαίνεται γύρω στα 25, τα ξανθιά μαλλιά του είναι κοντοκουρεμένα, τα μανίκια του σηκωμένα, τα μπράτσα του γεμάτα στρατιωτικά τατουάζ σαν του Άνταμ.

Αχ.
Θεε μου.
Όχι.

Ο Άνταμ εμφανίζεται στην πόρτα δίπλα στον ξανθό και δείχνει με το όπλο του προς έναν στενό διάδρομο. «Κουνήσου».

Ο Άνταμ με σημαδεύει με όπλο στο στήθος.
Ο Άνταμ με σημαδεύει με όπλο στο στήθος.
Ο Άνταμ με σημαδεύει με όπλο στο στήθος.
Τα μάτια του μου είναι ξένα , παγερά και απόμακρα.

Εχω πλημμυρίσει νοβοκαΐνη. Είμαι μουδιασμένη, μέσα μου δεν υπάρχει τίποτα, όλα τα συναισθήματα χάθηκαν για πάντα. Είμαι ένας ψίθυρος που δεν ακούστηκε ποτέ.

Ο Άνταμ είναι στρατιώτης. Ο Άνταμ θέλει να πεθάνω.

Τον κοιτάζω επίμονα χωρίς να το κρύβω τώρα, όλες μου οι αισθήσεις έχουν ακρωτηριαστεί. Ο θάνατος θα ήταν ευπρόσδεκτη ανακούφιση από τις επίγειες χαρές που εχω γνωρίσει.

Δεν ξέρω πόση ώρα περπατάω. Άλλο ένα χτύπημα στην πλάτη μου με παραλύει. Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου γιατί με τυφλώνει το λαμπερό φως που εχω τόσο καιρό να αντικρίσω. Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα και τα μισό κλείνω γιατί με ενοχλούν οι λάμπες φθορίου που φωτίζουν τον μεγάλο χώρο. Δεν μπορώ να δω σχεδόν τίποτα.

Διάλυσε με Where stories live. Discover now