Κεφάλαιο 4

119 18 34
                                    

Χαμηλώνω τα μάτια στο σκονισμένο πάτωμα. Τα χείλη μου τραβήχτηκαν απαλά προς τα πάνω σχηματίζοντας μια καμπήλη. Μια καμπύλη που λέγεται χαμόγελο. Ένα ειρωνικό μικρό χαμόγελο.

Μα φυσικά.

Ποιος άλλος θα ήταν; Τα μάτια μου κλείνουν και ξαπλώνω προς τα πίσω στο στρώμα. Τα χέρια μου σηκώθηκαν πάνω από το κεφάλι μου και αρχίζω να απλώνω τα μαλλιά μου γύρω από αυτό.

Μα φυσικά.

Τι φανταζόμουν;! Ότι θα εμφανιστεί ο πανέμορφος μελαχρινός άγγελος που με έσυρε πριν απο λίγο στην κόλαση μου κάνοντας με να πιστέψω οτι με χρειαζόταν πραγματικά; Πριν με πετάξει μέσα στο καζάνι που κοχλάζει αυτο το καυτό υγρό και με αφήσει εκει να καω. Εγώ φταίω. Εγω τον γνώρισα. Εγώ το προκάλεσα αυτό.

Τώρα κοιτάζω στην ανοιχτή πόρτα. Είναι ένα αγόρι, ή μάλλον άντρας πλέων αφου έχει κλείσει τα 18. Μελαχρινός και εκείνος. Ομως αντί για τα μεγάλα καστανα ματια που τόσο αγάπησα, στην θέση τους είναι δυο μεγάλες γκρι και γαλάζιες θάλασσες περιτριγυρισμένες από μικρές βλεφαρίδες που τις κάνουν να φαίνονται ακόμη πιο όμορφες. Τα ανακατεμένα καστανά μαλλιά του προσπαθούν να μπουν σε μια σειρά απο τα δεξιότεχνα μακριά του δάχτυλα. Παίρνει ανάσες απο το μισάνοιχτο στόμα του, γεμάτο προσβολές, κακίες και αστεία λόγια.

Και ένα χαμόγελο.

Ένα γλυκό χαμόγελο που μπορεί και εκείνο μα σε σείρει στην κόλλαση αμα δεν προσέξεις. Μπορεί να σε κάνει ότι θέλει. Να σου δείξει αυτα τα όμορφα δόντια και να λιώσεις κάτω απο το όμορφο βλέμμα του.

Κάτω απο τις άγρυπνες θάλασσες.

"Έμιλι; Είσαι εντάξει;" η φωνή του με επαναφέρει στην πραγματικότητα και καταλαβαίνω ότι ειχα μείνει να τον καρφώνω με το βλέμμα μου για αρκετά λεπτά.

"Ώστε έχεις το θράσσος να ρωτάς έτσι;" γελάω ειρωνικά και σηκώνω την πλάτη μου από το ζεστό στρώμα. Τώρα κάθομαι με τα πόδια μου να ακουμπούν κάτω στο πάτωμα.

"Δεν... Δεν είναι αυτό που νομίζεις." προσπαθεί να απολογηθεί. Ακουμπάει την παλάμη του πάνω στο μέτωπο του και αφήνει μια θυμωμένη αναπνοή.

"Α ναι; Για εξήγησέ μου τότε τι έγινε." τον διατάζω λίγο πιο δυνατά από όσο θα έπρεπε και εκείνος με πλησιάζει μπερδεμένος.

"Για περίμενε... Δεν θυμάσαι;" τα μάτια του τρυπούν μέσα στα δικά μου προσπαθώντας να ψάξουν για να βρουν έστω και μια μικρή ανάμνηση μέσα τους από τα χθεσινά γεγονότα.

Αλλά είναι τα πάντα μια θολούρα.

"Όχι." απαντάω μονολεκτικά και κοιτάω τα διπλωμένα στο στομάχι χέρια μου.

Εκείνος ακούμπησε τις ζεστές παλάμες του στα παγωμένα μου μπράτσα. Τα μάτια μου μένουν ακίνητα καθώς παρακολουθώ την ευγενική αλλα ταυτόχρονα μεγάλη για μένα κίνηση τους. Μαζεύω τα δικά μου μακριά και κοιτάω μακριά του.

"Είσαι παγωμένη." παρατηρεί και κάθεται δίπλα μου στο κρεβάτι χωρίς να παίρνει τα μάτια του απο πάνω μου.

Γιατί μου το κανει αυτο; Γιατι δεν φευγει.

"Είναι το σπίτι μου Εμ. Δεν μπορώ να φυγω." λέει πληγωμένα σαν να είχε ακούσει την σκέψη μου.

"Μην με ξαναπείς Εμ." λέω και μαζεύομαι μακριά του. Ο Λούις γελάει ζεστά και με κάνει να γυρίσω το πρόσωπό μου στο δικό του. Το άρωμά του πνίγει την μύτη μου. Ταιριάζει με την μυρωδιά της μπλούζας.

Τα χείλη του έχουν διαχωριστεί μεταξύ τους και ένα μικρό όμορφο χαμόγελο τα καλύπτει ενώ τα λαμπερά μάτια του και τα μπερδεμένα μαλλιά του τον κάνουν να φαίνεται υπερβολικά ελκυστικός για εμένα. Μέσα στην λάμψη των ματιών του διακρίνω ένα παχύ στρώμα λύπης και στεναχώριας καθώς και απελπισίας που δεν αργεί να φανεί και στο υπόλοιπο πρόσωπο του. Το γεγονός οτι φοράω μια από τις μπλούζες του με κάνει μα ανατριχιάζω.

Όσο όμορφος και αν είναι μου χρωστάει κάποιες εξηγήσεις.

"Σε παρακαλώ απλα πες μου τι συνεβει εχθές. Θυμάμαι μόνο ότι χοροπηδούσα μαζί με τον Ζακ και μετά..." κομπιάζω.

"Και μετά ήπιες και δυο ποτηράκια παραπάνω." συνέχισε κάνοντας με να κοκκινήσω.

"Λούις τι έγινε μετά; Γιατι φοράω την μπλούζα σου;" ρωτάω φοβισμένη να ακούσω την απάντηση.

Εκείνος κοιτάζει τους αντίχειρές του αμήχανα.

"Νόμιζα...νόμιζα ότι με απεχθανόσουν. Έλεγες απαίσια πράγματα για μένα στους άλλους. Νόμιζα ότι με μισουσες. Γιατι ειμαι εδώ τώρα Λούις; Στο κρεβάτι σου;" η φωνή μου σπάει στο τέλος. Δεν νομίζω ότι μπορώ να συγκρατήσω αυτα τα δάκρια που τόση ώρα θέλω να αφήσω να πέσουν.

Δεν το κάνω όμως. Όχι δεν θέλω να με δει να κλαίω.

"Ή μάλλον άστο. Άστο δεν θέλω να ξέρω." κούνησα τα χέρια μου δηλώνοντας να μην μιλήσει και κλίνω τα μάτια μου.

Σηκώνομαι και κατευθύνομαι προς την πόρτα. Δεν μπορεί να με δει πια. Τα δάκρια φευγουν απο τα μάτια μου και τα σκουπίζω γρήγορα με το μανίκι της μπλούζας.

"Περίμενε." ακούστηκε τελικά η φωνή του.

Τα δάχτηλα του τυλίγονται γύρω από τον μεγάλο μου καρπό και τον τραβάει με αποτέλεσμα να με κανει να γυρίσω το σώμα μου και να βρεθούμε πρόσωπο με πρόσωπο. Τώρα με βλέπει που κλαίω για εκείνον. Υπέροχα.

"Θα σου πω τι έγινε στην Ονειροπαγίδα." λέει τελικά.





*by cupcake*


Complicated (fanfiction with one direction)Where stories live. Discover now