Ξεκινάμε.

183 19 2
                                    

Το βράδυ έφτασε. Η Νάντια και εγώ μιλούσαμε καθ' όλη την διάκρεια της ημέρας. Μερικά κορίτσια μας κοιτούσαν με απορία καθώς περνούσαμε από δίπλα τους. Συζητούσαμε για το τι θα φορούσαμε το βράδυ,  πως ήθελε να κάνει τα μαλλιά της. Μου ζήτησε ακόμα και το τζιν σορτσάκι που είχε βάλει στο μάτι από την πρώτη μέρα της κατασκήνωσης.

Όλα είχαν γυρίσει στον παλιό καλό τους ρυθμό.

Το απογευματάκι πετύχαμε τον Μάρκο έξω από το σπίτι του Αχιλλέα. Φαινόταν νευρικός και ανυπόμονος. Ότι και αν περίμενε ήταν σημαντικό εξαιρετικής σημασίας ή κάτι δεν πήγαινε καλά.
Η Νάντια τον πλησίασε γλυκά, στην προσπάθειά της να κερδίσει πάλι το ενδιαφέρον του, αλλά εκείνος, όπως είχε πει και η ίδια, ήταν απόμακρος και αδιάφορος απέναντί της.
Εκείνη ακριβώς την στιγμή ήθελα να μπω στην μέση και να αρχίσω να του φωνάζω. Πήρα βαθιές ανάσες στην προσπάθειά μου να κρατηθώ. Πόσο αχάριστος μπορούσε πια να αποδειχτεί ο Μάρκος;

"Μα Μάρκο, πες μου τι έχεις." είχε πει με καλοσύνη η Νάντια.

"Σου είπα ότι δεν είναι κάτι που χρειάζεται να ξέρεις." είπε με βαρύ και αυταρχικό τόνο, σαν να του άνηκε η Νάντια, σαν να την έκανε ότι ήθελε.

"Πάμε Νάντια;" την ρώτησα γλυκά.

Εκείνος δεν έδωσε την παραμικρή σημασία. Δεν του έκανε καν εντύπωση που ήμασταν μαζί και αυτό μου κινούσε πολλές υποψίες. Τον κοίταξα εξεταστικά, από τα ανάκατα μαλλιά του μέχρι και της άθλιες μπλε σαγιονάρες που φορούσε. Σήκωσα το ένα μου φρύδι μπερδεμένη από την αντίδρασή του. Για την ακρίβεια, από την ανύπαρκτη αντίδρασή του.

Η Νάντια μου έγνεψε καταφατικά και πιάνοντάς με από την μέση αποχωρήσαμε όσο πιο σοβαρές γινόταν. Δεν ήταν ώρα για αστεία για την Νάντια. Φαινόταν από το βλέμμα της. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν ήταν πλάκες και ανέκδοτα. Παρόλο που ήταν ένας καλός τρόπος να ξεχαστεί δεν τον ήθελε. Ήθελε να τα προσπερνάει μόνη της όλα.

"Μήπως να..." πήγα να την ρωτήσω αφού είχαμε απομακρυνθεί αρκετά.

"Δεν θα τον χωρίσω Ερμιόνη. Δεν θέλω ακόμα." Έκατσε στο τραπέζι που τρώγαμε τα γεύματά μας.

"Τι νιώθεις για αυτόν;" την ρώτησα. "Τι σε κρατάει μαζί του;" είχα μεγάλη περιέργια να μάθω. Δεν της φερόταν και με τον καλύτερο τρόπο από ότι μου είχε πει και από ότι είχα δει.

"Τον ερωτεύομαι Ερμιόνη. Δεν είναι πάντα καλός μαζί μου, το ξέρω αυτό. Σε κανέναν δεν φέρεται καλά. Γενικά ο χαρακτήρας του είναι δύσκολος και σπάνια τα βρίσκεις μαζί του. Αλλά είναι όλα αυτά που κάνει, αυτές οι λίγες στιγμές.Ο τρόπος που με προσεγγίζει μερικές φορές. Δεν μπορώ να το εξηγήσω." με κοίταζε μες στα μάτια. Σχεδόν ένιωθα αυτά που μου έλεγε. Όχι ολοκληρωτικά, αλλά ένα μέρος των συναισθημάτων της περνούσε μέσα μου.

Ονειρεύομαι τη νύχταDonde viven las historias. Descúbrelo ahora