Το μαγνητόφωνο.

157 22 3
                                    


Έφτασα στην παραλία ακολουθώντας τις φωνές που ακούγονταν. Μία μεγάλη φωτιά ήταν αναμμένη και πετσέτες ήταν απλωμένες στην άμμο δίπλα της μαζί με μία σορό ρούχα. Όσο πλησίαζα οι φωνές γινόντουσαν όλο και πιο δυνατές.

"Ερμιόνη, αποφάσισες να εμφανιστείς επιτέλους!" φώναξε ο Μάρκος. Έσκυψε και πήρε μία τσάντα, σαν αυτές του σχολείου και την σήκωσε ψηλά. Από όσο μπορούσα να διακρίνω μέσα από το σκοτάδι της νύχτας η τσάντα ήταν κόκκινη και πάνω της υπήρχαν ζωγραφισμένα σύμβολα και φράσεις. "Σε περιμέναμε για να ξεκινήσουμε."

Η Άννα και η Ηρώ τον πλησίασαν τρέχοντας. Γελούσαν και χόρευαν στον ρυθμό της μουσικής που δεν είχα ιδέα από που προερχόταν.

"Αυτά περνάς μαζί τους;" ρώτησα την Νάντια που τώρα βρισκόταν δίπλα μου. Είχε βγάλει και εκείνη τα ρούχα της και είχε μείνει με τα εσώρουχά της. Παρατηρώντας τα άλλα δύο κορίτσια φορούσαν και οι δύο δαντελωτά εσώρουχα, μαύρα η Ηρώ και κόκκινα η Άννα. Ο Μάρκος είχε μείνει με ένα άσπρο-μαύρο μποξεράκι. Σε λίγο θα ερχόταν και η δική μου σειρά να βγάλω τα ρούχα μου.

"Στην αρχή είναι αμήχανα. Μετά από λίγο περνάς καλά." είπε με φωνή που έσβηνε.

"Δεν μου ακούγεσαι να το εννοείς." της είπα ψιθυριστά για να μην με ακούσουν οι υπόλοιποι.

"Δεν θα θυμάσαι και πολλά. Πίνουν σαν να μην υπάρχει αύριο. Θα μεθύσουν και θα χορεύουν σαν να βρίσκονται σε κλαμπ." μου είπε και εκείνη με τον ίδιο τόνο που είχα και εγώ.

Κοίταξα προς τους τρεις ημίγυμνους έφηβους μπροστά μου, οι οποίοι έβγαζαν από την τσάντα μπουκάλια με βότκα και ουίσκι. Τα ακούμπησαν κάτω και μετά έβγαλαν χυμούς και coca-cola.

"Έτοιμες;" ρώτησε ο Μάρκος απευθυνόμενος σε όλες μας αλλά καρφωμένος μονάχα σε εμένα. Με το βλέμμα του και μόνο με προκαλούσε. Είχε υποψιαστεί ότι δεν ήθελα πραγματικά να μπω στην παρέα και θα ήθελε να με δει να μην αντέξω αυτή τη νύχτα. Θα ήθελε να αποχωρήσω και να χαλάσει κάθε σχέδιο που μπορεί να είχα. Δεν θα του έκανα την χάρη όμως. Θα τα κατάφερνα και θα έπαιρνα αυτό που ζητούσα από σήμερα κιόλας.

"Έτοιμες." του απάντησα με φωνή σίγουρη και βαριά.

"Τέλεια." η φωνή του έγινε σκληρή και βραχνή. Τέλος έβγαλε πλαστικά ποτήρια από την τσάντα του και τα άφησε δίπλα στα μπουκάλια. "Θα βάλω εγώ, μην κάνει καμία από εσάς καμία βλακεία και μας χαλάσει την βραδιά." είπε υποτιμητικά προς όλες μας. Και οι τέσσερις πήραμε μία έκφραση δυσφορίας αλλά σιγά σιγά το συναίσθημα φάνηκε να φεύγει.

Ονειρεύομαι τη νύχταDonde viven las historias. Descúbrelo ahora