chapter two

118 19 6
                                    


Ντυνόμουν στα μαύρα,δεν μιλούσα πολύ,είχα την συμπάθεια ολων,όλοι νόμιζαν οτι με ήξεραν. "Μια όμορφη κοπελα απο την Αθήνα, με ενα βλέμμα σαν ξένη..θύμα της κοινωνίας" λέγανε. Άκουγα την δική μου μουσική. Κάπνιζα πολύ και κοιμόμουν αργά,καποιες φορες έπινα κιόλας..άλλες μεθούσα. Είχα παντα ένα βιβλίο στο χέρι. Όλοι νόμιζαν οτι με ήξεραν. Κάποιοι λέγανε πως δεν διέφερα απο τους συνομήλικους μου,ενω άλλοι λέγανε πως ημουν συνεχώς στον κοσμο μου. Όλοι νόμιζαν οτι με ήξεραν. Αμα με ρωταγες αν μπορώ να πάμε για καφέ,θα σου απάνταγα οτι είχα κανονίσει. Κι όμως παντα μονη θα με έβρισκες σε εκείνη την οικοδομή,να διαβάζω μανιωδώς,να γράφω τα δικά μου βιβλια...με μια μπύρα και ενα τσιγάρο στο χερι,μέχρι αργά... Όλοι νόμιζαν οτι με ήξεραν. Ποσο γελασμένοι ηταν τελικά;

Παντα έτσι θα είναι οι άνθρωποι..γελασμένοι, τα γυάλινα μάτια τους δεν μπορούν να διακρίνουν πίσω απο την επιφάνεια που παρουσιάζουμε..

Ήμουν πληγωμένη, πονούσα, αναρωτιόμουν τι έκανα για να εισπράξω καλπικες υποσχέσεις. Πάντα έδινα τα πάντα κι έμενα άδεια,ώσπου έγινα ενα με το κενό μου, ερωτεύτηκα το σκοτάδι για να βρω τον εαυτό μου. Κι όμως αυτοι που με έβρισκαν ξεχωριστή ηταν οι ίδιοι που με πλήγωσαν.

Thoughtful ArtWhere stories live. Discover now