Το πάρτι του Μήτσου αρχίζει στις έντεκα το βράδυ σε ένα μπαράκι στον Πειραιά.Η ώρα είναι δέκα και μισή και εγώ κάθομαι στο σαλόνι παίζοντας στο x-box,φορώντας τις πυτζάμες μου και τρώγοντας σοκολάτα,όταν ξαφνικά μπαίνει μέσα το Δουκάκι,πολύ αγχωμένο και συνάμα χαρούμενο,να μου αναγγείλει πως πρέπει να αρχίσω να ετοιμάζομαι για να φύγουμε για το πάρτι.
Θυμάμαι εκείνη τη στιγμή που μου έκανε την αναγγελία κέρδιζα και αυτός ήταν και ένας από τους λόγους για τους οποίους όταν τελείωσε αυτό που μου έλεγε,γύρισα την κοίταξα απαξιωτικά και της είπα με ένα ύφος που ξεχείλιζε από ειρωνεία:
"Νωρίς βλέπω το θυμήθηκες Σοφ!Άστο τώρα πάει...βαριέμαι να ντυθώ και να βγω!Εξάλλου εσύ δεν είχες πει πως δεν πρόκειται να πας,γιατί είσαι άσχημη,χοντρή και άλλα τέτοια και πως θα περάσεις χάλια;Τώρα τι θες;Και στο κάτω κάτω αν καίγεσαι να πας πες στη μαμά να σε πάει,εγώ βαριέμαι!"
Η Σόφη δεν είπε λέξη.Έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι,φανερά απογοητευμένη και κατευθύνθηκε στην κουζίνα,όπου βρισκόταν η μαμά,για να τη ρωτήσει,αν την άφηνε να πάει μόνη της και αν ναι αν μπορούσε να την πάει αυτή.
Έλα μου όμως που η μάνα μου είναι από αυτές που θέλουν τα παιδιά τους να είναι χαρούμενα αλλά ταυτόχρονα να κοιμούνται και νωρίς!Οπότε μαντέψτε τι έγινε!
Λίγα λεπτά μετά την αποχώρησή της,η Σόφη επέστρεψε δριμύτερη μαζί με τη μαμά.Για την ακρίβεια όμως,το Δουκάκι την παρακαλούσε να μην μου πει τίποτα και να με αφήσει ήσυχο αφού δεν ήθελα να πάω,αλλά η μαμά είχε άλλη άποψη!Τότε κατάλαβα τι θα ακολουθούσε!
YOU ARE READING
Μέσα από τα μάτια του
Non-FictionΜια από τις εβδομαδιαίες σαββατιάτικες επισκέψεις της Σοφίας στον αδερφό της που θα καθορίσει τη συνέχεια της ζωής της ή το τέλος της!