Ξεκινούσαν οι ατελείωτες ώρες αναμονής που τόσο μισούσε ο Angus. Πέρα από κάποιες μικρές αψιμαχίες και συμπλοκές που είχαν γίνει με κάποια αναγνωριστικά υποβρύχια σκάφη της Capitol, δεν είχε εμπλακεί σε κάποια μεγαλύτερη μάχη. Ήξερε απ' έξω όλη την θεωρία αλλά στην πράξη χώλαινε. Αλλά ήξερε επίσης ότι, ακόμα και στις μικροσυμπλοκές, η περισσότερη ώρα ήταν αναμονή. Όλοι κάθονταν σε αναμμένα κάρβουνα και περίμεναν την μοναδική στιγμή που θα κρίνονταν τα πάντα: την στιγμή που τα ραντάρ θα κλείδωναν τον στόχο τους και οι τορπίλες θα πυροδοτούνταν. Κι έπειτα όλα ήταν στα χέρια του Θεού.
Ο Angus την απεχθανόταν αυτή την αναμονή –ένιωθε ότι σπαταλούσε τον πολύτιμο χρόνο του περιμένοντας κάτι που μπορεί η μοίρα να το είχε αποφασίσει από πολύ πιο πριν. Ποτέ δεν μπορούσε να κάτσει ήσυχος – συνέχεια βρισκόταν σε επιφυλακή μήπως δει κάποιο εχθρικό σκάφος προτού το δει ο παρατηρητής, συνέχεια επικοινωνούσε με τον Οπλονόμο για την κατάσταση των τορπιλών και έτρωγε την μια τσίχλα μετά την άλλη από την νευρικότητα του.
Τα τέσσερα σκάφη είχαν ήδη μισή ώρα που είχαν φύγει και δεν είχαν στείλει προς το παρόν καμία πληροφορία. Ο Angus ήξερε ότι για τουλάχιστον άλλα σαράντα λεπτά δεν θα επικοινωνούσαν – τόσο χρειάζονταν για να πλησιάσουν σε κάποια λογική απόσταση από τον εχθρικό στόλο και να αρχίσουν να συγκεντρώνουν στοιχεία για την δύναμη του.
Περπάτησε για λίγο νευρικά στην γέφυρα του υποβρυχίου, έριξε μια ματιά από το περισκόπιο, είδε απλώς το απέραντο γκρίζο του ουρανού και το βαθύ σκούρο του ωκεανού, έβαλε στο στόμα του μια τσίχλα, την μάσησε, ξαναπερπάτησε πέντε βήματα, κοίταξε από το σόναρ, μίλησε για λίγο με τον δεύτερο κυβερνήτη, τον Augustus Olufsson, ξανακοίταξε από το περισκόπιο, την ίδια θέα που δεν είχε αλλάξει καθόλου, έβαλε άλλη μια τσίχλα στο στόμα του, παρόλο που η γλύκα της προηγούμενης δεν είχε ακόμα χαθεί, ξαναπερπάτησε νευρικά στο κατάστρωμα...
Ο Augustus ζαλίστηκε βλέποντας τον να περπατάει εδώ κι εκεί. Έπιασε το μέτωπο του και έτριψε τα μηνίγγια του.
«Angus θα παλουκωθείς κάτω επιτέλους;» μούγκρισε σιγανά για να μην τον ακούσει κανείς ναύτης.
Ο Angus τον κοίταξε με αγριεμένο βλέμμα, αλλά παρόλα αυτά έκατσε δίπλα στον Augustus, όπου και άρχισε να τρίβει τα δάχτυλα του με τόση ορμή ώστε να κάνουν 'κρακ'. Ο Augustus βλαστήμησε μέσα από τα δόντια του. Έβγαλε το καπέλο του κι έξυσε το ξυρισμένο του κεφάλι. Στο χαμηλό φως της γέφυρας η ουλή που ξεκινούσε από την κορυφή του κεφαλιού του κι έφτανε μέχρι το σαγόνι του φαινόταν τόσο μεγάλη όσο και τα φαράγγια του Άρη. Το βλέμμα του Angus περιπλανήθηκε για λίγο στην πληγή κι έπειτα καρφώθηκε στα ξεπλυμένα γαλάζια μάτια του δεύτερου κυβερνήτη.
«Ηρέμησε», είπε ο Augustus με καθησυχαστική φωνή. «Όλα θα πάνε βάσει σχεδίου. Δεν έχει νόημα να αγχώνεσαι από τώρα.»
Ο Angus δεν απάντησε. Δεν αγχωνόταν για την έκβαση της μάχης, γιατί βαθιά μέσα του πίστευε ότι η μάχη δεν θα μπορούσε να έχει κάποια άλλη έκβαση εκτός από τη νίκη τους. Δεν μπορούσε να εξηγήσει στον Augustus ότι βιαζόταν να συντρίψει τον εχθρικό στόλο για έναν και απλούστατο λόγο: ήθελε να επιστρέψει στην γυναίκα του. Δεν μπορούσε να του το εξηγήσει και ο Augustus δεν θα μπορούσε να το καταλάβει. Τον ίδιο δεν τον περίμενε καμιά οικογένεια πίσω, μιας και οι δικοί του είχαν σκοτωθεί σε έναν βομβαρδισμό του Angdorf από την Imperial στην αρχή του πολέμου και οι μοναδικές σχέσεις που επέτρεπε στον εαυτό του διαρκούσαν μονάχα λίγες ώρες, με μοναχικούς τύπους που γνώριζε στα κακόφημα μπαρ που λειτουργούσαν ακόμα στα λιμάνια όπου έπιανε το υποβρύχιο του.
Δεν μπορούσες να τον πεις ωραίο άντρα, ακόμα και πριν την ουλή, αλλά παρόλα αυτά απέπνεε έναν αέρα αυτοπεποίθησης και εξουσίας, τόσο που κανένας συνάδελφος του, είτε ανώτερος του είτε υφιστάμενος του δεν είχε τολμήσει ποτέ να σχολιάσει τις σεξουαλικές του προτιμήσεις. Και όσο κι αν δεν το πίστευαν πολλοί είχε αρκετές επιτυχίες και όχι μόνο σε άντρες, αλλά και σε γυναίκες που σύχναζαν στα ίδια μπαρ με αυτόν, θλιβερές υπάρξεις που άνοιγαν τα πόδια τους σε όποιον τις κερνούσε ένα ποτήρι νερωμένη μπύρα ή τους υποσχόταν ένα πιάτο κρύο φαΐ, γυναίκες που είχαν αναγκαστεί να ακολουθήσουν αυτόν τον δρόμο γιατί ο άλλος δρόμος κατέληγε στον θάνατο από την πείνα, γυναίκες που παρόλο που είχαν ξεπουλήσει το κορμί και την ψυχή τους, εντούτοις μερικές φορές είχαν ανάγκη από έναν άντρα να τις αγκαλιάσει και να τις κάνει να νιώσουν ασφαλείς. Ο Augustus μπορούσε να το κάνει αυτό, αλλά δεν το έκανε ποτέ του. Περνούσε από δίπλα τους και δεν τους έριχνε ούτε μια ματιά, όσο κι αν αυτές τον κάρφωναν με το βλέμμα τους από την στιγμή που θα έμπαινε στο μπαρ (και έκανε αισθητή την παρουσία του) κι όσο κι αν τρίβονταν πάνω του για να τις κεράσει ένα ποτό. Πάντα έμπαινε στο πρώτο μπαρ που θα έβρισκε ανοιχτό, πάντα έπινε τρεις μπύρες κι ένα ποτήρι κόκκινο κρασί (για να του μείνει η γεύση, όπως έλεγε) κι έφευγε μετά από μια ώρα και είκοσι λεπτά ακριβώς – κάποιες φορές με παρέα, αλλά τις περισσότερες μόνος του.
Ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος από τον Angus, αλλά παρόλα αυτά ήταν στην ίδια τάξη. Ήταν συγκάτοικοι σε όλη την διάρκεια της σχολής, αν και οι συνολικές ώρες που είχαν περάσει μαζί δεν ήταν ούτε εκατό, μιας και ο Augustus σχεδόν ποτέ δεν έμενε τα βράδια στην εστία. Όταν άρχισε ο πόλεμος βρισκόταν στο τρένο που μετέφερε εφόδια και στρατιώτες στο μεγαλύτερο στρατόπεδο του Ιστάρ, το Tox-4, και μάλιστα στο ίδιο τρένο που βρισκόταν και ο Klaus Kohning, συνταγματάρχης που θα αναλάμβανε την διοίκηση του στρατοπέδου. Η Imperial χτύπησε με τα βομβαρδιστικά της την πομπή των τρένων σκοτώνοντας εκατοντάδες στρατιώτες και τραυματίζοντας άσχημα τόσο τον Kohning όσο και τον Augustus, όταν ένα μυτερό μέταλλο καρφώθηκε στο κεφάλι του. Ο Augustus έμεινε για τρεις μήνες στο νοσοκομείο, μέχρι οι γιατροί να μπορέσουν να τον βοηθήσουν να αποφύγει τον κίνδυνο. Αργότερα ο Augustus κατάλαβε ότι ήταν τυχερός που τραυματίστηκε στην αρχή του πολέμου, τότε που οι γιατροί είχαν τον χρόνο να ασχοληθούν ακόμη και με τους βαριά τραυματίες και δεν τους σημάδευαν απλώς με ένα κόκκινο Χ, που σήμαινε ότι ο στρατιώτης δεν θα τους απασχολούσε πια. Ξεπέρασε τον τραυματισμό του, αν και η ουλή του έμεινε σαν ενθύμιο για να του θυμίζει ότι οι καλές μέρες είχαν περάσει ανεπιστρεπτί.
Τελικά παρουσιάστηκε στο στρατόπεδο ένα χρόνο μετά, εμφανίστηκε μπροστά στον Διοικητή Kohning που μόλις είχε βγει από την εντατική ολότελα αλλαγμένος (και όχι μόνο στην προσωπικότητα του – οι γιατροί τον είχαν μετατρέψει σε cyborg μιας και είχαν αντικαταστήσει πολλά ζωτικά του όργανα με μηχανικά μέρη) και, αφού εκπαιδεύτηκε σε διοίκηση μονάδων (που άλλωστε ήταν και ο σκοπός για τον οποίο είχε πάει στο Tox-4) εστάλη στην Gerlitsche απ' όπου απέπλευσε με τον πολεμικό στόλο της Bauhaus για το ωκεανό Orontrov.
Όταν ο Angus εμαθε ότι ο συμμαθητής του ήταν ζωντανός (είχε ήδη μάθει για την επίθεση της Imperial) ζήτησε από το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού την μεταφορά του στο υποβρύχιο του, ως δεύτερου κυβερνήτη. Η εμπιστοσύνη που έδειχναν οι ανώτεροι του στον Angus ήταν πραγματικά συγκινητική, αν και λίγο συζητήσιμη, γιατί ο Augustus ήταν ένας πραγματικά καλός μαχητής, αλλά ο μόνος λόγος για τον οποίο τον ζήτησε ο Angus ήταν επειδή ένιωθε μόνος σε έναν στόλο χωρίς κανέναν γνωστό.
Αυτή η καταραμένη αίσθηση μοναξιάς! Ήταν αυτή που τον κατέτρεχε πάντα. Δεν μπορούσε να αισθάνεται μόνος, δεν μπορούσε να ξεκινάει κάτι από την αρχή, όπως ήταν το να διοικεί έναν ολόκληρο στόλο από υποβρύχια. Ήθελε παρέα. Και ο Augustus ήταν πραγματικά η μοναδική του παρέα, τώρα που είχε αποξενωθεί από την μητέρα του και ο Albert βρισκόταν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, σε ένα θωρηκτό πάνω από τον Γανυμήδη.
Τελικά ο Augustus μεταφέρθηκε στο ίδιο υποβρύχιο με τον Angus και μαζί ξεκίνησαν για το Αρχιπέλαγος Graveton όπου η Bauhaus είχε αποφασίσει να μεταφέρει την μάχη για την κυριαρχία των θαλασσών της Αφροδίτης.
YOU ARE READING
Warzone - Τα Χρονικά της Ανθρωπότητας
Science FictionΣύνοψη Όταν τα κράτη κατέρρευσαν, την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, τέσσερις Υπερεταιρείες αναδύθηκαν από τα ερείπια του πολιτισμού. Η γερμανορωσική Bauhaus, η αμερικανική Capitol, η ασιατική Mishima και η γαλλοβρετανική Imperial κοσκίνησαν τη...