Αν και νωρίς ακόμη, το Shadow ήταν ήδη κατάμεστο, παρατήρησε η Μαίρη. Με τους παραβρισκόμενους να κινούνται σε ξέφρενους ρυθμούς, με τα ποτά στα χέρια. Σώματα να τρίβονται μεταξύ τους. Ζευγάρια σε διάφορα σημεία του χώρου να μοιράζονται παθιασμένα φιλιά και χάδια.
Ήταν περασμένες δώδεκα και καθόταν στο μπαρ, πάνω σε ένα ψηλό σκαμπό, με τα ασημένια τακούνια της περασμένα στη βάση του. Το μαύρο εφαρμοστό, αμάνικο φόρεμά της αναδείκνυε τις πλούσιες καμπύλες της, και έκλεινε με φαρδύ κολάρο γύρω από το λαιμό της, ενώ η πλάτη της ήταν μέχρι τη βάση της ήταν γυμνή. Το ασημένιο σκουλαρίκι στο ένα από τα αφτιά της σε σχήμα σταυρού, αρκετά μεγάλο, αντανακλούσε τα κόκκινα, μπλε και πράσινα φώτα που τρεμόπαιζαν συνεχώς.
Ο Ντέρεκ καμουφλαρισμένος μέσα στον κόσμο παρατηρούσε την κάθε κίνηση των ωμοπλατών της και των σπονδύλων της. Θαυμάζοντάς την από της μαύρες γόβες της, μέχρι τον περίτεχνο γκρίζο κότσο που στόλιζε το κεφάλι της. Το μακιγιάζ της δεν ήταν βαρύ, μια μαύρη γραμμή έκανε τα πράσινα μάτια της να φαίνονται πιο αινιγματικά κάτω από ένα στρώμα πλούσιων βλεφαρίδων, και το έντονο κόκκινο κραγιόν, πιο αισθησιακή.
Ακουμπούσε τους αγκώνες της πάνω στον πάγκο, ανακατεύοντας με τον αναδευτήρα το ποτό της μελαγχολικά. Το δερμάτινο μπουφάν της ήταν διπλωμένο πάνω στην χαμηλή πλάτη του καθίσματός της.
Ο Ντέρεκ έκρυβε το πρόσωπό του κάτω από την πλευρά που τα καστανόξανθα μαλλιά του έπεφταν μέχρι τους ώμους του. Από την άλλη το κεφάλι του ήταν ξυρισμένο. Είχε ζέστη εκεί μέσα και προτίμησε να βγάλει το καρό πουκάμισό του μένοντας με την άσπρη κοντομάνική μπλούζα του και το σκισμένο ανοιχτόχρωμο τζιν του. Έκανε άλλη μια προσπάθεια να καλέσει τον Κυρίλ ξανά.
«Έλα ρε» απάντησε ο φίλος του μετά από τρία χτυπήματα.
«Επιτέλους ρε μαλάκα. Που είσαι τόσες ώρες εκατό φορές σε πήρα τηλέφωνο» ο Ντέρεκ πήρε μια ανάσα ανακούφισης, ακούγοντας τη φωνή του βρικόλακα φίλου του.
«Ναι το είδα... έρχομαι. Σε δυο μπαίνω» έκανε ο Κυρίλ ανέκφραστα.
«Ουφ επιτέλους» ξεφύσησε ο Ντέρεκ με ένα βάρος να φεύγει από πάνω του. Άφησε το κινητό του πάνω στο χαμηλό τραπέζι μπροστά του, εντοπίζοντας την ίδια στιγμή την Κάρα που έσπρωχνε με κόπο τον κόσμο, για να φτάσει τη φίλη της.
Η Μαίρη κατέβασε τα πόδια της βλέποντας τη φίλη της και πήδηξε από το σκαμπό. Αγκάλιασε και φίλησε σταυρωτά την Κάρα, υποδεικνύοντας της την κενή θέση δίπλα της.
YOU ARE READING
Οι Άλφα και οι Γαλαζοαίματοι {TYS17}
VampireΔύο φίλες από παλαιά βρίσκουν η μια την άλλη μετά από δέκα χρόνια. Ο κόσμος των Λυκανθρώπων και των Βρικολάκων για αυτές υπάρχει παρά μόνο στα βιβλία. Το πως όμως θα βρεθούν μπλεγμένες στα σκοτεινά μονοπάτια αυτού του αφιλόξενου κόσμου... θα το αν...