01.

15 1 0
                                    

And that's where the story starts...

"Μαμά,θα πάω στον Ορέστη.Μην με περιμένεις,θα δούμε ταινία."φωνάζω στην μητέρα μου στο σαλόνι.

"Εντάξει παιδί μου,μην αργήσεις και να σε φέρει αυτός σπίτι."απαtντάει.Μόλις έκλεισε τα δεκαοχτώ πήρε αμέσως δίπλωμα,έτσι τώρα ευτυχώς μπορεί να με γυρνάει όποτε θέλω.

Μετά το φετινό καλοκαίρι θα πάω τρίτη λυκείου,είμαι ενθουσιασμένη.Ο Ορέστης είναι δεκαεννέα,για την ακρίβεια αύριο τα κλείνει.Είναι ο κολλητός μου άπο πάντα.

[...]

"Καλώς το σουργελάκι μου."ο Ορέστης μου ανοίγει την πόρτας και είναι μόνο με μια βερμούδα απο κάτω.

Εντάξει,οικιότητα υπάρχει αλλά μέχρι ένα όριο.Πρέπει ίσως κάποτε να του μιλήσω για το αν πρέπει να φοράει που και που καμοία μπλούζα.Είναι πολύ ωραίος,πάντα ήταν.

"Μόνοι μας είμαστε;"τον ρωτάω.

"Ναι μικρή,πάμε πάνω για ταινία.Φέρε αναψυκτικά."και με αυτό ανέβηκε τις σκάλες.

"Δεν είμαι υπηρετριά σου Ορέστη."παραπονιέμαι και κατευθύνομαι στην κουζίνα για αναψυχτικά.

Ευτυχώς βρίσκω μια παγωμένη coca cola στο ψυγείο και την βάζω σε δύο ποτήρια. Βασικά,μόνο ένα ποτήρι θα πιώ;Μπά.Παίρνω και το μπουκάλι ολόκληρο μαζί.

Φθάνω έξω από την πόρτα δωματίου του Ορέστη.Πως θα ανοίξω την πόρτα αφού κρατάω με τα χέρια μου και τους αγκώνες τα γεμάτα ποτήρια και το μπουκάλι.

Κάνω μια προσπάθεια να ανοίξω το πόμολο μα είναι αποτυχημένη.Αποτέλεσμα έχει τι ποτήρι να πέσει πάνω μου να μου βρέξει την άσπρη μπλούζα και ύστερα να γίνει θρύψαλλα στο πάτωμα.

"Γαμώτο!"αναφωνώ.

"Ανδριάννα;"ακούγετε η βαριά φωνή του Ορέστη από το δωμάτιο και σε δευτερόλεπτα η πόρτα ανοίγει.

"Αμάν ρε Ανδριάννα."ξεφυσάει και τον κοιτάω με σηκωμένο φρύδι.

"Να βοήθαγες Ορέστη μου!"λέω στριφογυρίζωντας τα μάτια μου και κατεβαίνω γρήγορα τις σκάλες για να πάρω μια σκούπα ή κάτι.

Κοιτάω την άσπρη μπλούζα μου και βρίζω.Άσπρη βρεγμένη μπλούζα με μαύρο σουτιέν;Σοβαρά τώρα Ανδριάννα;

Αφού κουβαλάω την ξύλινη πόρτα φθάνω έξω από το δωμάτιο του Ορέστη και εκείνος είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι χαζεύοντας το κινητό του.Κλασσικός ανέστητος Ορέστης.

Ξεφυσάω εκνευρισμένα για να ακούσει αλλά εκείνος απλά γελάει.

Ξεκινάω να μαζεύω τα γυαλιά από το πάτωμα και κάθε λίγο ξεφυσάω.Αυτός ξαπλώνει εκεί λες και δεν είμαι βρεγμένη προσπαθώντας να καθαρίσω τη ζημιά στο σπίτι του.Που εγώ έκανα,αλλά και πάλι.

Αφού βάζω και το τελευταίο γυαλί στο φαράσι με την σκούπα σηκώνομαι όρθια και βρίσκομαι μπροστά απο τον Ορέστη.

"Πόση ώρα είσαι εδώ και δεν βοηθάς;"κουνάω τα χέρια μου εκνευρισμένη.

"Τώρα ήρθα."λέει ψέμματα.Το καταλαβαίνω,κοιτάει κάτω αριστερά.

"Σε ξέρω πολύ καλά για να σε πιστέψω."του απαντώ και προσέχω ότι κοιτάει την βρεγμένη μπλούζα μου.Μάυρο σουτιέν με άσπρη μπλούζα,κακή επιλογή.

"Θες να φορέσεις μια δικιά μου;"μπορώ να καταλάβω ότι δεν θέλει να με κοιτάει και γελάω με την αμηχανία του.Ο Ορέστης είναι ο λιγότερος αμήχανος άνθρωπος που γνωρίζω.

Γνέφω θετικά και μου κάνει νόημα να τον ακολουθήσω.Αφού ψαχουλεύει για λίγο μου δίνει μια μαύρη φαρδιά μπλούζα με μια στάμπα που δεν είμαι σίγουρη τι συμβολίζει.Πάντα λάτρευε αυτές τις μπλούζες.Μου την δίνει και περιμένει.

"Εδώ θα μείνεις;"τον ρωτάω σιγά.

"Ντρέπεσε εμένα;"χαμογελάει,εμφανίζεται το αριστερό λακάκι του.Πάντα εκεί αυτό το λακκάκι,όσα χρόνια και αν περάσουν..

Best Friend.Where stories live. Discover now