06.

4 0 0
                                    


Ο χαρακτηριστικός ήχος από το κουδούνι ηχεί στα αυτιά μου.

"Άντε ρε Μαρίλια τελείωνε,ήρθαν."πιάνω τα κλειδιά και το κινητό μου από το τραπέζι και τα πετάω στην τσάντα μου.

Κατεβαίνω γρήγορα τις ξύλινες σκάλες και ανοίγω διάπλατα την πόρτα.Μπρόστα μου ένας πραγματικά όμορφος Ορέστης.

Τα μάτια μου γυρίζουν σε όλο του το σώμα.Έχει σηκώσει το άσπρο του πουκάμισο στους αγκώνες του και αυτό το πουκάμισο κάνει τους όμους του να φαίνονται τεράστιοι.Το μαύρο τζίν που φοράει εφαρμόζει ομοιόμορφα.Τα καστανά μαλλιά του είναι ανακατεμένα και το πρόσωπο του πιο ελκυστικό από ποτέ.

"Γειά."χαμογελάει αχνά και καταλαβαίνω ότι τόση ώρα τον χάζευα.Θα μάθω ποτέ να ελέγχω τον εαυτό μου;

"Γειά."του ανταποδίδω το χαμόγελο και στεκόμαστε εκεί για λίγα λεπτά,να κοιτάμε ο ένας τον άλλον.

Φοράω μια μαύρη ψηλόμεση κολλητή φούστα λίγο πιο κάτω από το γόνατο,και ένα άσπρο κοντό και στενό τοπάκι από πάνω.Ελπίζω απλά να του αρέσουν.

"Πάμε,είναι και ο Μάνος έξω."μου λέει γρήγορα καθώς γυρίζει να φύγει.

"Πήγενε και ερχόμαστε.Περιμένω την Μαρίλια να τελειώσει,σε λίγα λεπτά θα έρθουμε."του απαντώ και στριφογυρίζει τα μάτια του παιχνιδιάρικα καθώς βγαίνει από την πόρτα.Ξέρω ότι μισεί να περιμένει.

Αφού λίγη ώρα έχει είδη περάσει και παρά τις φωνές μου και τα παρακάλια μου η Μαρίλια δεν είναι ακόμα έτοιμη αποφασίζω να βγω έξω και να την περιμένουμε όλοι στο αμάξι.

Αφού κλείνω την εξώπορτα και πάω να κατευθυνθώ προς το αμάξι μια ομιλία με αποσπά.

"Έτσι όπως τα ακούω,πρέπει επειγώντος να ξεκολλήσεις."η φωνή του Μάνου ακούγετε ελαφρά.

"Το ξέρω γαμώτο,απλά είναι τόσο δύσκολο.Πολύ γαμημένα δύσκολο."ο Ορέστης απαντάει ξεφυσώντας και στηρίζομαι στον τοίχο για να ακούω καλύτερα.Η απορία με γεμίζει.Αν μπορώ να μάθω κάτι για την διάθεση του Ορέστη,γιατί να μην το κάνω;

"Σκέψου πως είναι απλά μια κοπέλα."συνεχίζει ο Μάνος και ένα κύμα θυμού και ζήλιας με κατακλύζει.Άρα όντως είναι έτσι για κάτι;Και καλύτερα για κάποια.Και γιατί δεν μου το λες Ορέστη,ποιά είναι αυτή που σε βασανίζει;

"Το σκέφτομαι ρε,απλά δεν βοηθάει.Είναι τόσο.."ξεκινάει να πει μα δεν βρίσκει της λέξεις και ακούγετε σιωπή για λίγο."Είναι τόσα πολλά.Αυτό.Είναι τόσα πολλά μαζί."διορθώνει τον εαυτό του.Θυμώνω μαζί του που δεν μου έχει πει τίποτα για εκείνη.

Η συζήτηση τελειώνει εκεί και ταυτόχρονα η πόρτα ανοίγει και βγαίνει από μέσα η Μαρίλια με το μαύρο της φόρεμα με την δαντέλα.Είναι πράγματι εντυπωσιακή μέσα σ'αυτό.

"Γιατί στέκεσαι εδώ;"ρωτάει σιγά.

"Τίποτα."απαντάω αδιάφορα και κατευθυνόμαστε προς το αμάξι.

[...]

Η διαδρομή είναι βαρετή και κουραστική.Και απογοητευτική,κυρίως αυτό.Κάθομαι στην θέση του συνοδηγού δίπλα στον Ορέστη και την περισσότερη ώρα τον παρατηρώ.

Μελαγχολικό βλέμμα,νευρικές κινήσεις.Απογοητεύομαι όταν θυμάμαι ότι ο λόγος που ο Ορέστης είναι έτσι είναι μια κοπέλα.Μια κοπέλα που σήμαινει τόσα πολλά για εκείνον.Συνήθως δεν επικεντρωνόταν τόσο ποτέ σε μονάχα μία,μα να τώρα που λογικά βρήκε την ιδανική.Και δεν το κρύβω,απο τον εαυτό μου τουλάχιστον,ζηλεύω πολύ.

Όταν φθάνουμε σε αυτό το μεγάλο και διακοσμημένα εύστοχο μπαρ,καθόμαστε και εμείς σε ένα μεγάλο τραπέζι με πολλούς νεαρούς και νεαρές,φοιτητές οι περισσότεροι.Κάποιους τους είχα δει χθες το πρωί στην παραλία,κάποιους πάλι δεν τους είχα ξανασυναντήσει ποτέ.

Έχουμε παραγκείλει κάτι μπουκάλια βότκα και ο καθένας βάζει όσο θέλει στο ποτήρι του.Εγώ έχω καταφέρει να πιω το μισό,η βότκα με καίει αλλά όσο περισσότερο πίνω τόσο πιο ωραία αίσθηση έχει.

Η ώρα είναι περασμένη και πολλοί κουνούν τα ιδρωμένα σώματα τους στο ρυθμό,πολλοί φιλιούνται και φασώνονται και πολύ απλά πίνουν.Μάλλον ακόμα είμαι στην τελευταία κατηγορία.

Σε αντίθεση βέβαια με τον Ορέστη που σίγουρα πλησιάζει στην δεύτερη.Μιλάει με μια όμορφη κοκκινομάλλα στο άλλο άκρο του τραπεζιού και κάθε λίγο πίνει από το ποτό της αφού το δικό του έχει τελειώσει προ πολλού.

Φαίνετε πραγματικά απποροφημένος στην συζήτηση και πιάνω τον εαυτό μου να θέλει να σταματήσω να τους κοιτώ.Αυτή είναι η κοπέλα που τον τρελένει;Ζηλεύω,τόσο πολύ.Μα το αλκοόλ στο αίμα σου κάνει σίγουρα καλή δουλειά.

"Πίνεις πολύ,έ;"ο Ανέστης με πλησιάζει και μεταβείας τον ακούω με την δυνατή μουσική.

"Όχι συχνά."γελάω καθώς δύσκολο να με πιστέψει,άφου σήμερα έχω πιεί όντως πολύ.

"Δεν περνάς καλά;"καλοσυνάτα με ρωτάει.Το γαλάζιο μπλουζάκι που φοράει τονίζει τα μπλέ μάτια του.Μα ακόμα και αν μου έδιναν όλα τα μπλέ και πράσινα μάτια του κόσμου,δεν θα τα σύγκρινα ποτέ με τα δικά τού..

"Είμαι καλά."λέω πιστικά σε εκείνον και στον εαυτό μου."Απλά κουρασμένη."του ψυθιρίζω αργά στο αυτί και φαίνεται να ξαφνιάζεται από την απότομη κινησή μου.Ακόμα και εγώ ξαφνιάστηκα.

Και απέναντι μου ο Ορέστης φιλάει την κοκκινομάλλα.

Best Friend.Where stories live. Discover now