04.

5 0 0
                                    


Πρέπει να τον ακολουθήσω.Όσο ηλίθιο και αν ακούγεται,ξέρω πως έχει γίνει κάτι και θέλω να μάθω.

Βγάζω την μπλούζα μου και κάνω νόημα στην μαυρομάλλα κοπέλα και τον Ανέστη πως θα πάω σε λίγο.

Ο Ορέστης είναι γυρισμένος πλάτη και τινάζει τα βρεγμένα του μαλλιά.

"Τι έχεις;"τον ρωτάω από πίσω του ήρεμα αυτήν την φορά.Αυτός μου δίνει ένα βλέμμα και μετά ξαναγυρνάει πλάτη χωρίς να πει τίποτα.

"Ορέστη,τι έγινε;"συνεχίζω πιο δυνατά.

"Φτιάξε το γαμωμαγιό σου."τον ακούω να λέει μέσα απο τα δόντια του.Πράγματι,είχε αποκαλυφθεί μεγάλο μέρος του στήθους μου πάλι.

"Ορέστη.."ξεκινώ να πω αλλά με διακόπτει καθώς με πλησιάζει και γυρνάει σε εμένα.

"Δεν ξέρω τι διάολο έχω πάθει.Συγνώμη."κοιτάει κάτω.

"Ούτε εγώ ξέρω."συμφωνώ και τον πλησιάζω διστακτικά."Μα σήμερα είναι τα γενεθλιά σου,και σ'αγαπώ πολύ."του δίνω μια σφιχτή αγγαλιά και εκείνος παγώνει.

"Ρε Ανδριάννα.."ξεκινάει μα δεν τελειώνει την προτασή του.Τα μάτια του γυαλίζουν στον ήλιο,και τα κάνει τόσο όμορφα.

"Δεν θέλω να μαλώνουμε σήμερα."του τονίζω και με μια κίνηση ανεβαίνω πάνω του για να τον ρίξω μέσα στην θάλασσα.Αποτυχημένη προσπάθεια.

"Έτσι είσαι;"γελάει και με βουλιάζει ολόκληρη μέσα.Αυτός είναι ο Ορέστης που ξέρω.

[...]

Η ώρα είναι έντεκα το βράδυ και βλέπω μια ταινία σπίτι μου. Η υπόλοιπη ώρα στην παράλια πέρασε σχετικά όμορφα,αλλά δεν καθήσαμε και πολύ.

Η μητέρα μου και ο πατέρας μου έχουν κερδίσει μια βραδιά σε ένα ακριβό ξενοδοχείο,οπότε είμαι μόνη μου στο σπίτι.

Η ταινία που βλέπω είναι μια ερωτική κομεντί και είναι πραγματικά βαρετή. Συνήθως αυτές οι ταινίες είναι μια χαρά για να περνάς την ώρα σου, μα αυτή δεν καταφέρνει ούτε αυτό.

Κλείνω βαριεστημένα την τηλεώραση και βαριανασαίνω. Προς εκλπηξή μου, το κουδούνι χτυπάει και σηκώνομαι.

Ανοίγω την ξύλινη πόρτα της εισόδο και μπροστά μου είναι ο Ορέστης.

"Ορέστη;"λέω δύσπιστα. Σπρώχνει απαλά την πόρτα και εμένα μαζί και κάθεται στον καναπέ.

"Είσαι μόνη σου;" με ρωτάει και γνέφω καθώς κάθομαι δίπλα του.

"Τι κάνεις εδώ; Δεν θα έβγαινες με τους φίλους σου σήμερα να τους κεράσεις;"απορώ και τον Πλησιάζω. Δεν είναι καθόλου καλά.Τα μάτια του είναι πρησμένα και κόκκινα,ωτα μαλλιά του ανακατωμένα και έχει αυτό το χαμένο βλέμμα που μισώ να βλέπω σε αυτόν.

"Δεν είχα όρεξη." απαντάει απλά και μονολεκτικά. Ο Ορέστης δεν ήταν ποτέ ο τύπος που θα σου εκμηστηρευτεί τα συναισθηματά του εύκολα, αλλά εγώ νομίζω το έχω καταφέρει σχεδόν.

"Θες να μου πεις τι έγινε;Θα σε βοηθήσω." του υπόσχομαι.

"Τίποτα."

"Ρε Ορέστη.." τον πιέζω και με διακόπτει.

"Φωνάζουν." μου λέει σιγά και για λίγη ώρα επικρατεί ησυχία. Οι γονείς τον τελευταίο καιρό το έχουν παρατραβήξει,έπρεπε να το φανταστώ. Συνηθίζει να έρχετε όταν μαλώνουν πολύ άσχημα.

Απλά μου έχουν ξεμείνει τα λόγια και οι συμβουλές. Δεν έχω ιδέα τι να του πω για να τον κάνω να αισθανθεί καλύτερα,αλλά θέλω όσο τίποτα να αλλάξει η διαθεσή του.

"Να μείνω εδώ σήμερα;" ρωτάει ψυθιριστά και η ανάσα του πεύτει απαλά στο προσωπό μου. Αλκοόλ. Έχει πιεί.

"Γιατί ήπιες;" συνωφρυόνομαι. Του έχω πει χιλιάδες φορές να μην ψάχνει λύσεις στο ποτό, ότι είμαι πάντα εδώ.

"Άσε με Ανδριάννα πάλι με αυτό." θυμώνει και ξεφυσάει. Όταν έχει πιεί,καλύτερα να μην ανοίγουμε συζήτηση.

Σηκώνομαι από τον καναπέ και εκείνος μου κρατάει το χέρι.

"Που πάς;" με ρωτάει.

"Να σου φέρω κάτι να φας,δεν μπορώ να συζητήσω όταν είσαι έτσι." του απαντάω και τραβάω το χέρι μου.

"Μην φύγεις."ωγκρινιάζει σιγά. Απελευθερώνω μια ανάσα και τον ξαναπλησιάζω αφού κάθομαι στον καναπέ.

"Απλά είσαι πολύ μεθυσμένος." του υπενθυμίζω.

"Και εσύ είσαι πολύ όμορφη." χαμογελάει και με πλησιάζει. Όσο και αν τα λόγια του αυξάνουν τους χτύπους της καρδιάς μου ξέρω ότι δεν μπορώ να κάθομαι εδώ και να προσποιούμε πως δεν είναι μεθυσμένος.

"Ορέστη όχι." απομακρύνομαι από κοντά του.

"Ξέρεις Ανδριάννα.." συνεχίζει αδιαφορώντας για το τι λέω. "Κάποιες φορές είσαι υπερβολικά όμορφη και είναι εκνευριστικό." είναι χαμένος, μπορώ να το δω στα μάτια του.

"Πες μου για τους γονείς σου." θέλω να αλλάξω συζήτηση, είναι άβολο και η καρδιά μου παλεύει να βγει έξω από το στήθος μου όπως με πλησιάζει.

"Ο πατέρας μου σήμερα της φώναζε τόσο επιθετικά που νόμιζα πως θα την σκοτώσει. Άστους όμως τώρα αυτούς." παραπονιέται και μου τρώνε. Είναι αλήθεια,δεν του κάνει καλό να το υπενθιμίζω συνέχεια.

"Σήμερα θα κοιμηθείς εδώ." μόλις με ακούει χαμογελάει.

"Εδώ, μαζί σου." παρακαλάει και διατάζει ταυτόχρονα.

"Ναί Ορέστη, ας ανοίξω την τηλέωραση και απλά ας κάτσουμε εδώ για λίγο, έτσι;" γνέφει θετικά. Πάντα το κάναμε αυτό, δεν μιλάγαμε σχεδόν ποτέ κάτι τέτοιες μέρες, απλά καθόμασταν. Απλά ήταν ο ένας δίπλα στον άλλον. Απλά είμασταν εκεί.

Κάποιες φορές, οι άσκοπες λέξεις χάνουν όλο το νόημα.

Best Friend.Donde viven las historias. Descúbrelo ahora