Όπως επληροφορήθει, ο άντρας, ή καλύτερα ο θεός, λεγόταν Μάρκος Σωτηρίου.
Και ήταν το αφεντικό της.
- Δηλαδή θα δουλεύω για αυτόν;
- Έλα που σε χάλασε τώρα μουσίτσα!
- Σκάσε!
- Τρέχα στο γραφείο του και πες του "Πέτα με πάνω και άλλαξέ μου τα φώτα"
- Σκάσε είπα βλήμμα!
- Γιατί μαρή σε χάλασε; Όταν κοίταγες σαν ξεληγωμένη τον ποπό του ήταν καλά;- Ει Νεφέλη ακούς ή ταξιδεύεις ακόμα;
Ταξιδεύω παρέα με τον αφέντη μου.
- Ει Νεφέλη να φωνάξω κανά γιατρό;
Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι της. Ένιωθε το στόμα της στεγνό και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.
Αφού ήπιε λίγο από τον παγωμένο της πλέον καφέ φίλτρου κοίταξε την Μαρκέλλα που την κοιτούσε ανήσυχη.
- Καλά είμαι, συγνώμη.
- Αμάν βρε κορίτσι μου με κωψοχώλιασες.
Η Νεφέλη κάθισε στην καρέκλα της μιας και τόση ώρα καθόταν όρθια.
- Λοιπόν εγώ πάω μία μέσα να ενημερώσω τον κύριο Σωτηρίου.
Αχχ....
- Εσύ συνέχισε με αυτα που κάναμε και έρχομαι. Θα ενημερώσω τον κύριο Μάρκο για σένα και μετά πρέπει να σου φέρω και μια συσκευή για το εταιρικό νούμερο.
Η Νεφέλη δεν κατάλαβε Χριστό. Μόνο ένα πράγμα έπαιζε σε επανάληψη στο μυαλό της.
Μάρκος.
Έφυγε από την δουλειά, με μια υπογεγραμμένη πρόσληψη, με ένα εταιρικό κινητό τηλέφωνο, με το στομάχι της να την κλωτσά και την σκέψη της σε εκείνον.
Από την στιγμή που χώθηκε στο γραφείο του δεν τον είχε ξαναδεί και ένιωθε κομμάτι απογοητευμένη.
Γύρισε σπίτι, έφαγε ελάχιστα και πήγε να ξαπλώσει. Η μητέρα της έλειπε και ευχαρίστησε τον θεό για αυτό. Αν την έβλεπε η μητέρα της σε αυτήν την κατάσταση τα πράγματα δεν θα είχαν καλή έκβαση.
Γδύθηκε εντελώς και ξάπλωσε. Είχε ασφαλίσει τα πατσούρια εντελώς και έμεινε να κοιτα το ταβάνι με το ελάχιστο φως που έμπαινε στο δωμάτιο.
Σύνελθε κορίτσι μου. Σαν ξελλοιγωμένο δεκαπεντάχρονο κάνεις. Μία φορά τον είδες τον άνθρωπο και υπάρχει το ενδεχόμενο να μην σε πρόσεξε καν. Είναι ο εργοδότης σου και δεν νομίζω να θες να χάσεις την δουλειά σου για αυτόν. Ξέχνα τον!Αλλά η μοίρα είχε άλλα σχέδια. Μπορεί η Νεφέλη να έδινε μια εσωτερική πάλη μέσα της, αλλά ο Μάρκος Σωτηρίου είχε ήδη αποφασίσει.
Η γυναίκα αυτή θα γινόταν δικιά του.
Και ναι την είχε προσέξει.
Ναι, είχαν αποτυπωθεί όλες οι λεπτομέρειες του προσώπου της στο μυαλό του.
Εδώ και ώρα κάτω από το ντους, ονειρευόταν τα χείλη της γύρω του. Το στόμα της χορταστικό και ζουμερό, ήθελε να του κάνει ότι πιο πρόστυχο του ερχόταν στο μυαλό. Και το σώμα της, έμοιαζε τέλειο μέσα στο στενό παντελόνι που φορούσε.
Ένας Θεός ξέρει πως κρατήθηκε και δεν την φώναξε μέσα στο γραφείο του.
Αλλά είχε χρόνο.
Θα την έκανε δικιά του, θα την έκανε να λιώνει στα χέρια του και γιατί όχι; Θα την έπαιρνε και στο γραφείο του.Ακριβώς ένας μήνας μετά.
Η Νεφέλη δεν μπορούσε να πιστέχει πως το τριψήφιο αυτό νούμερο που έβλεπε στον τραπεζικό της λογαριασμό ήταν η αμοιβή της. Οκτώ κατοστάρικα!
Οκτώ κατοστάρικα;
Άντε που θα με βγάλεις να κεράσεις;
Οκτώ;
Αχού, σύνελθε μαι λοβ! Έχεις που το λες από την ώρα που βγήκες από την τράπεζα.
Οκτώ;
Ντάξει, πάει το έκαψες το εργαλείο. Σύνελθε μαρή!
Τα βηματά της την έβγαλαν στο καφέ που επισκευτόταν καθημερινά εδώ και τρείς εβδομάδες.
- Γεια σου Στέφανε! Χαιρέτησε τον -πλέον- φίλο της και κάθισε στη σκαμπό της.
- Γεια σου όμορφη! Ο Στέφανος πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του και της άστραψε ένα χαμόγελο.
- Πολύ χαρούμενη σε βλέπω.
- Πληρώθηκα! του φώναξε και τον αγκάλιασε πάνω από τον πάγκο.
- Μπράβο ρε κορίτσι! Εύχομαι σύντομα και προαγωγή!
Ο Στέφανος σέρβιρε για την φίλη του και τον εαυτό του από μία αχνιστή κούπα φίλτρου και βγήκε από την έξω πλευρά του μπαρ.
Κοίταξε την φίλη του που έλαμπε από την χαρά της. Από την πρώτη στιγμή που είχε μπει στο καφέ και είχε κάτσει απέναντί του αγχωμένη και μαγκωμένη, είχε δει την ευγένεια και την καλοσύνη στα μάτια της. Έκτοτε, όλα ήρθαν φυσικά. Ερχόταν κάθε μέρα μετά την δουλειά και του έκανε παρέα για το υπόλοιπο μισάωρο μέχρι να σχολάσει και ύστερα την συνόδευε σπίτι.
- Αύριο είναι Σάββατο, άρα δεν δουλεύεις σωστά;
Ο Στέφανος ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του.
- Τι έχεις στο νού σου αγγελούδι;
- Έλεγα να βγούμε να το γιορτάσουμε, τι λες;
- Ει, επειδή πληρώθηκες δεν είναι ανάγκη να σκορπίσεις τα λεφτά σου με την μία. Της είπε και της τσίμπησε το μάγουλο απαλά.
Η Νεφέλη στριφογύρισε τα μάτια της.
- Έλα μωρε Στεφανούκο. Το έχω ανάγκη! Του αντιγύρισε κάνοντας μια θλιμμένη φατσούλα.
- Κόφτα αυτα τα ματάκια. Ξέρεις πως δεν λέω ποτέ όχι σε έξοδο.
Η Νεφέλη κατέβηκε απο το σκαμπό και έστρωσε την φούστα της.
- Άντε κλείσε να φύγουμε. Τι ώρα θες να πούμε;
Ο Στέφανος ανασήκωσε τους ώμους του.
- Να περάσω να σε πάρω στις εννιά;
Η Νεφέλη ένευσε και πέρασε την τσάντα της από τον ώμο της.
- Άντε κούκλε προχώρα.
YOU ARE READING
Ο Χειμωνας μιας Νεραιδας! - ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗ & ΝΕΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ
RomanceΗ Νεφελη για χρονια ειχε παραδωθει στα χερια του Μαρκου. Το ονομαζε αγαπη. Δεν μετρησε ποτε τι εχασε διπλα του. Μεχρι που εφτασε στο πατο. Τοτε ολη της η ζωη περασε μπροστα απο τα ματια της. Επρεπε λοιπον να παρει μια αποφαση. Μηπως ο πατος θα της ε...