Η εκπαίδευση

12 0 0
                                    

Αφού ο κύριος Μανώλης την ενημέρωσε με αυτά που θεωρούσε απαραίτητα, καληνύχτισε τις δύο γυναίκες και αποχώρησε. Τότε η Νεφέλη, αφού βεβαιώθηκε πως η τσιρίδα της δεν θα ακουγόταν, όρμισε στην μάνα της πνίγοντάς την στα φιλιά.
- Ρε μάνα είσαι μία εσύ!
Η κυρία Αγγελική έκανε την ανήξερη.
- Δεν σε καταλαβαίνω κόρη μου.
- Μάνα άσε της γαλυφιές σε εμένα. Ήξερες για την θέση και για αυτό τον κάλεσες τον άνθρωπο εδώ σήμερα.
Η μάνα η καψερή πήγε να αρνηθεί ξανά αλλά βλέποντας το επίμονο βλέμμα τις κόρης της υποχώρησε.
- Καλά. Παραδέχομαι πως ήξερα για την θέση. Δεν του ζήτησα να στο προτίνει. Απλά το περίμενα και το ευχόμουν.
- Α ρε μάνα! Είσαι μία και μοναδική.
Αυτό ήθελε η μάνα της. Όπως και κάθε άλλη μάνα. Ήθελε να βλέπει την κόρη της χαρούμενη, λαμπερή, να κατακτά τον κόσμο, να ζει αξιοπρεπώς. Δεν χρειαόταν να έχει πολλά αλλά δεν ήθελε να στερείται. Ούτε στα υλικά αγαθά ούτε στα συναισθηματικά.
Από την αρχή του κόσμου μια μάνα έκανε, κάνει και θα κάνει πάντα και τα πάντα για το παιδί της. Έτσι είναι, θαρρείς και έχει γεννηθεί με αυτό τον οδηγό στο μυαλό της. Με την θυσία μέσα στο αίμα, με την υπομονή μέσα στην καρδιά της.
- Λοιπόν ασε τα αυτά τώρα και πάμε πάνω στο δωμάτιο μου.
Οι γυναίκες μπήκαν στο δωμάτιο με την Νεφέλη να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού και την κυρία Αγγελική να έχει χωθεί ολόκληρη μέσα στην ντουλάπα της.
Η κοπέλα έμεινε να κοιτά το δωμάτιο. Τίποτα δεν είχε αλλάξει εδώ μέσα. Όλα ήταν τακτοποιημένα καθαρά και όπως τα είχε αφήσει. Η εικόνα του πατέρα της έστεκε όπως πάντα στο κομοδίνο της μητέρας της. Χαιρέτησε σιωπηλά τον πατέρα της και γέλασε με την εικόνα της μάνας της.
- Πες μου μωρέ μαμά να σου φέρω ότι χρειάζεσαι.
- Νεαρή μου σιωπή. Δεν γέρασα τόσο ώστε να μην μπορώ να σκύψω. 

- Να το! Αναφώνησε μετά από λίγο κρατώντας στα χέρια της μια σακούλα. 

- Μαμά; ψέλλισε η Νεφέλη καθώς αναγνώρισε την σακούλα του πανάκριβου καταστήματος. 

- Λοιπόν, πριν με πάρουν τα ζουμιά, αυτό είναι το δώρο σου για την αποφοίτηση αλλά και για την νέα σου δουλειά.
Η Νεφέλη σκούπισε τα δάκρυα που ήδη έτρεχαν από τα μάτια της.
- Αφού δεν με πήραν ακόμα καλέ μαμά.
- Θα σε πάρουν! Να σαι αισιοδοξη σου έχω πει. Θα σε πάρουν γιατί πουθενά δεν θα βρουν καλύτερη από εσένα.
Αγκαλιάστηκαν γρήγορα για να μην ξεκινήσουν τα πολλά ζουμιά και η Νεφέλη άνοιξε την τσάντα με την κόκκινη κορδέλα.
Τα δάχτυλά της άγγιξαν το απαλό ύφασμα και τα μάτια της γούρλωσαν στην θέα του δώρου.
Μην μπορώντας να αρθρώσει λέξη, ξετύλιξε τα ρούχα. Ένα υπέροχο, μαύρο σακάκι με βελούδινες λεπτομέρειες στο γιακά και στο τελείωμα των μανικιών και ένα μαύρο στενό, υφασμάτινο παντελόνι.
- Θέλω αύριο να είσαι μια κούκλα, να μπεις με αυτοπεποίθηση εκεί μέσα και να τους δείξεις ποια είσαι. Της είπε η μητέρα της βάζοντας ταυτόχρονα μια τούφα πίσω από το αυτί της κόρης της.
- Και να μην ξεχνάς ποτέ πόσο υπερήφανος θα ήταν ο μπαμπάς σου για σένα αν ήταν εδώ!
Μετά από την τόσο έντονη συναισθηματική βραδυά, η Νεφέλη δεν μπορούσε να κλείσει τα μάτια. Εδώ και μια ώρα σκεφτόταν πόσο τυχερή ήταν και πόσο ήθελε από εδώ και πέρα να βοηθήσει την μητέρα της.
Γιατί αυτός ήταν ένας από τους λόγους που δέχτηκε να δοκιμάσει την θέση της σε κάποιο άλλο πόστο. Τόσα χρόνια η μητέρα της δούλευε σε δύο δουλείες για να μπορεί η μονάκριβή της να σπουδάσει. Τόσα χρόνια τα έβγαζαν τσίμα τσίμα με τα κρατικά επιδόματα να μην βοηθούν σχεδόν καθόλου. Ήταν ώρα λοιπόν να στρώσει τον ποπό της κάτω και να αρχίσει αυτή να φροντίζει την μάνα της ούτως ώστε να ξεκουραστεί.
Έστρωσε το μαξιλάρι στο κεφάλι της και αφού κουκουλώθηκε διέταξε τον εαυτό της να κοιμηθεί.

Με το πρώτο βόμβο του ξυπνητηριού πετάχτηκε πάνω λες και την έλουσαν με παγωμένο νερό. Χώθηκε στο μπάνιο για την πρωινή της ρουτίνα, γλύστρισε μέσα στα ρούχα της και αφού βεβαιώθηκε πως όλα ήταν μέσα στην τσάντα της, κατέβηκε στη κουζίνα.
Η κυρία Αγγελική απολάμβανε τον ελληνικό της.
- Καλημέρα κούκλα μου! Τα μάτια της έλαμψαν βλέποντας την κόρη της να δείχνει τόσο επαγγελματίας με τα καινούρια της ρούχα.
- Καλημέρα μαμά. Έχω λίγο χρόνο ακόμα οπότε τι λες; Θα μου φτιάξεις εκείνον τον υπέροχο ελληνικό σου καφέ;
- Άσε τα καλοπιάσματα τρελοκόριτσο θα σου τον ψήσω τον καφέ.
Έφαγαν κουλουράκια κανέλας, ήπιαν τον καφέ τους μέχρι που ήρθε η ώρα η Νεφέλη να πάει στο ραντεβού που την είχε κανονίσει ο κύριος Μανώλης.
Λίγο πριν φύγει από το σπίτι, η κυρία Αγγελική έβαλε στο χέρι της κοπέλας ένα χαρτονόμισμα των είκοσι ευρώ.
- Βρε μαμά! γκρίνιαξε η κοπέλα και της το έδωσε πίσω.
Το χαρτονόμισμα ξαναγύρισε στα χέρια της κοπέλας.
- Πάρτο. Ίσως χρειαστεί να πάρεις κάτι να φας ή κανένα ταξί.
Η Νεφέλη άνοιξε το στόμα της να μιλήσει αλλά η μάνα της κυριολεκτικά την έσπρωξε έξω από το σπίτι.
- Καλή τύχη! Φώναξε και έκλεισε την πόρτα για να μην κάνει η κόρη της καμιά κίνηση να ξαναμπεί μέσα.
Η κοπέλα ξεφύσηξε και πήρε τον δρόμο της.

Το επόμενο δύωρο ούτε πως κατάλαβε πως πέρασε. Είχε δει τον κύριο Μανώλη, είχε μιλήσει με τον υπεύθυνο ανθρώπινου δυναμικού, την είχαν ενημερώσει ως προς τις εργασίες που θα έρπεπε να κάνει και τώρα καθόταν πίσω από το γραφείο μιας κοπέλας.
Η Μαρκέλλα -όπως της συστήθηκε- ήρθε φορτωμένη με ένα σωρό χαρτιά και της χαμογέλασε.
- Έτοιμη Νεφέλη; Πρέπει να σε προετοιμάσουμε και έχουμε το πολύ μία εβδομάδα καιρό.
- Ω γιατί έτσι; Η Νεφέλη την κοίταξε με απορία.
Τα μαύρα μάτια της Μαρκέλλας καρφώθηκαν πάνω στα ανοιχτά καφέ της Νεφέλης.
- Γιατί αλλάζω πόστο εγώ και η θέση δεν πρέπει να μείνει ακάλυπτη. Σε μιά εβδομάδα θα γίνει η μεταφορά οπότε πρέπει να σε ετοιμάσω όσο το δυνατόν καλύτερα.
- Ω προαγωγή; Η Νεφέλη της χάρισε ένα ειλικρινές χαμόγελό.
Η Μαρκέλλα τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε και αυτή.
- Η αλήθεια είναι έχω σπουδάσει λογιστική. Ήρθα στην θέση της γραμματέως προσωρινά. Μόλις έμαθα πως στο λογιστικό κομμάτι ήθελαν άτομο έκανα τα χαρτιά μου και εν τέλει με δέχτηκαν. Εξήγησε με την υπερηφάνεια να στολίζει την φωνή της.
- Μπράβο! Και εις ανώτερα σου εύχομαι!
Η Μαρκέλλα ανταπέδωσε το χαμόγελο και πήρε τους κούπες τους.
- Λοιπόν, πάω να μας εφοδιάσω με καφέ και ξεκινάμε.
Ασταμάτητα δουλεύοντας πάνω από τα χαρτιά, σηκώνοντας ταυτόχρονα τα τηλέφωνα και μιλώντας παράλληλα με τα τμήματα εσωτερικού, δεν είχαν καταλάβει πότε είχε πάει δύο το μεσημέρι.
Η Μαρκέλλα τέντωσε το λαιμό της και οι σπόνδυλοί της έτριξαν. Η Νεφέλη σηκώθηκε και τέντωσε τα πόδια της. Την ώρα που τσάκιζε τις αρθρώσεις των δαχτύλων της, ο χαρακτηριστικός ήχος του ασανσέρ τις προειδοποιήσε για την είσοδο κάποιου.
Και τότε ήταν που άρχισαν να τρέχουν σάλια από το στόμα της Νεφέλης.
Ένας θεός ερχόταν προς το μέρος τους και η κοπέλα ένιωσε όλες τις τρίχες τους σώματός της να σηκώνονται όρθιες.

Ο Χειμωνας μιας Νεραιδας! - ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗ & ΝΕΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑDonde viven las historias. Descúbrelo ahora