Έβγαλε το ξεθωριασμένο, κάποτε μαύρο σακάκι της και απαλά το ακούμπησε στην ράχη της ξύλινης καρέκλας. Τίναξε τα πόδια της και απελευθερώθηκε από τα παπούτσια της. Άναψε την λάμπα και έπεσε με φόρα στον καναπέ λύνοντας ταυτόχρονα τα μαλλιά της.
Στα χείλη της είχε μόνιμα χαραγμένο ένα μεγάλο χαμόγελο. Μετά από τόσο διάβασμα, κλάμμα, τρέξιμο, ξενύχτια είχε καταφέρει να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα.
-Με λένε Νεφέλη Αγγελοπούλου και είμαι Διαφημήστρια.
Χαμογέλασε και έκλεισε για μερικά δευτερόλεπτα τα μάτια της. Στα τυφλά, ψαχούλεψε το κινητό της. Πληκτρολόγισε το νούμερο του πατρικού της και περίμενε να βγεί η μητέρα της στην άλλη άκρη της γραμμής.
-Το κοριτσάκι μου! Καλές δουλείες μωρό μου.
Άκουσε την μάνα της να ρουφά την μύτη της. Είχε βάλει για χιλιοστή φορά τα κλάμματα.-Μαμά μην κλαίς! Φτάνει δεν στέρεψες από χτες; Ρόλαρε τα μάτια της ενώ παράλληλα ένιωθε την ευτυχία της μάνα της να την γεμίζει περηφάνια που τα κατάφερε.
-Μην με περιπαίζεις παλιοκόριτσο. Δεν έχω άλλες χαρές. Μόνο εσένα έχω. Άσε με λοιπόν να παραλογίζομαι κι να κλαίω.
Η Νεφέλη χαμογέλασε στον εαυτό της.-Εντάξει μαμά μου ότι πείς. Λοιπόν, μου έχουν μείνει ελάχιστα πράγματα. Θα τα παραλάβει η μεταφορική αύριο νωρίς και αμέσως μετά πάω αεροδρόμιο.
-Ω κοριτσάκι μου επιτέλους! Τι θες να σου μαγειρέψω;
Το γέλιο της Νεφέλης γέμισε το μικρό διαμερισμάτακι.-Αιώνια μάνα.
-Ελληνίδα μάνα κορίτσι μου. Εκεί στα ξένα που μου πήγες δεν είναι έτσι. Όλο αυτά τα φαστ φούντ τρώνε.
-Μάνα άσε το παραλλήρημα.
-Καλά καλά. Λέγε τι θες να σου μαγειρέψω.
-Ότι να ναι μανούλα μου. Με τις σαβούρες που έχω φάει εδώ και μακαρόνια με κιμά τρώω!
Αφού μίλησαν μερικά λεπτάκια ακόμα, καληνύχτισαν η μία την άλλη και έκλεισαν. Θα τα έλεγαν τα υπόλοιπα από κοντά. Αφού πρώτα έπνιγαν η μια την άλλη στις αγκαλιές.
Η Νεφέλη για την επόμενη ώρα μάζευε ότι υπόλοιπο είχε μείνει που θα έπαιρνε μαζί της στην Ελλάδα και αφού έκανε ένα καυτό ντούζ χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματά της. Έβαλε τα ξυπνητήρια της για το πρωινό ξύπνημα που την περίμενε και έκλεισε τα μάτια της χαρούμενη που επιτέλους η ζωή της άρχιζε.
-Θα τα καταφέρεις κορίτσι μου. Ψέλλισε στον εαυτό της λίγο πριν αποκοιμηθεί.
Μερικές ώρες μετά, είχε ξεμπερδέψει με τα τελευταία πρακτικά που έπρεπε να τακτοποιήσει και καθόταν στην στενή θέση του αεροπλάνου. Το ταξίδι ήταν αρκετά κουραστικό και άβολο αλλά κάθε μέτρο που έκανε το αεροπλάνο πιο κοντά στην Ελλάδα, έπαιρνε μακριά την κουρασή της. Η καρδιά της χτυπούσε πολύ δυνατά αναλογιζόμενη πως θα έβλεπε την μητέρα της μετά από δύο ολόκληρα χρόνια. Ανυπομονούσε να την πάρει αγκαλιά, να την πειράξει για το ύψος της μιας και η κυριά Αγγελική της έφτανε στον ώμο και να καθίσει μαζί της να μιλήσουν όλη νύχτα πίνοντας κρασί.
Έβγαλε ένα βιβλίο από τον σάκο της, έριξε μια τελευταία ματια έξω από το παράθυρο του αεροπλάνου και βυθίστηκε στις σελίδες του μυθιστορήματός της.Το απαλό χέρι της αεροσυνοδού την έκανε να ανοίξει τα μάτια της και να χαμογελάσει.
-Φτάσαμε στην Ελλάδα;
-Ναι κυρία μου. Καλώς Ορίσατε! Της ευχήθηκε ευγενικά η αεροσυνοδός με το ατσαλάκωτο ταγέρ και το πολύ σφιχτό κότσο.
-Σας ευχαριστώ πολύ!
Σαν ελατήριο η Νεφέλη φόρτωσε στον ώμο της την τσάντα της, αφού πρώτα έκρυψε μέσα το βιβλίο της και περίμενε υπομονετικά να αδείασει λίγο ο κόσμος.Κατεβαίνοντας, ένιωθε ήδη τον αέρα της Αθήνας να της γαργαλά το πρόσωπο. Τα μάγουλά της πονούσαν από το μόνιμο χαμόγελο ενώ ένιωθε της τριχούλες της να έχουν σηκωθεί από την ανατριχίλα.
Ακολούθησε τους συνεπιβάτες της και στάθηκε μπροστά στον διάδρομο περιμένοντας να φανούν οι δύο μικρές βαλιτσούλες της ενώ στο μυαλό της υπολόγιζε πόσες ώρες ακόμα είχε με το λεωφορείο για την Πάτρα.Γράπωσε τις βαλίτσες της και κίνησε πρός την έξοδο σκεπτόμενη πως έπρεπε να ενημερώσει την μητέρα της πως πάτησε Ελληνικό έδαφος.
Ξάφνου άκουσε το όνομα της να έρχεται από κάπου μακριά. Το κεφάλι της τινάχτηκε. Τα μάτια της γούρλωσαν. Μια πνιχτή κραυγούλα βγήκε από το στόμα της. Η μητέρα της άρχισε να τρέχει κατά πάνω της με τα χέρια της ανοιχτά.
-Μαμά;
-Ζωή μου!
Σταμάτησαν όλα να ζούν γύρω τους, εξαφανίστηκαν.- Πανέμορφη είσαι κορίτσι μου. Τα μαλλάκια σου μάκρυναν.
Η Νεφέλη γέλασε και αγκάλιασε την μάνα της πιο δυνατά.
-Έπρεπε να φέρω το πλακάτ με το ονομά σου. Σχεδόν δεν σε αναγνώρισα. Συνέχισε η μάνα της με ματια υγρά.
ESTÁS LEYENDO
Ο Χειμωνας μιας Νεραιδας! - ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗ & ΝΕΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ
RomanceΗ Νεφελη για χρονια ειχε παραδωθει στα χερια του Μαρκου. Το ονομαζε αγαπη. Δεν μετρησε ποτε τι εχασε διπλα του. Μεχρι που εφτασε στο πατο. Τοτε ολη της η ζωη περασε μπροστα απο τα ματια της. Επρεπε λοιπον να παρει μια αποφαση. Μηπως ο πατος θα της ε...