Δεν μπορούσε να κοιμηθεί τα βράδια. Έβλεπε ξανά και ξανά το ίδιο όνειρο.
Το παραθυράκι στο εξομολογητήριο ν'ανοίγει και μια βαριά, βραχνή φωνή να του λέει – "πάτερ, απόψε θα σκοτώσω έναν άνθρωπο"...
Ο Άλεξ οδηγούσε στην παραλιακή. Η ώρα ήταν 20:30. Μόλις είχε τελειώσει άλλη μια μέρα στη δουλειά. Τα μάτια του έκλειναν από την κούραση και το ξενύχτι της προηγούμενης βραδιάς. Ήταν συνηθισμένος όμως. Η δουλειά του άλλωστε, δεν του άφηνε και πολλά περιθώρια.
Το ράδιο ήταν ανοιχτό και έπαιζε ειδήσεις. Φόροι, ληστείες, τα άσχημα είχαν και πάλι την τιμητική τους... Άνοιξε την πόρτα απ'το γκαράζ και πάρκαρε. Έσβησε τα φώτα και άρχισε ν'ανεβαίνει τις σκάλες.
Η Νάταλυ ήταν στη κουζίνα – ετοίμαζε το βραδυνό. Κάθισαν να φάνε.
- Θα πάμε αύριο;
- Είναι ανάγκη;
- Έλα... θα χαρεί πολύ να σε γνωρίσει.
- Λες να με συμπαθήσει;
- Θα σε λατρέψει, είμαι σίγουρη.
Ο πατέρας της Νάταλυ ήταν ένας μεσήλικας, πρώην δικηγόρος με το γνωστό σνομπ ύφος του ανθρώπου που έχει μετατρέψει την έπαρση σε τέχνη. Ήταν ψηλός, μελαχρινός, με στιβαρό ανάστημα. Είχε περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια με χωρισμένους γονείς. Αν τον γνώριζε καλύτερα, ίσως και να τον συμπαθούσε...
Το μόνο που του αναγνώριζε ο Άλεξ, ήταν ότι αγαπούσε πολύ την κόρη του. Τόσο πολύ, που έφτανε στο σημείο να τον φοβάται...