Όλα ήταν ήσυχα, όλα είχαν τελειώσει.
Σκούπισε το όπλο του και γύρισε να φύγει.
Ήξερε, βαθιά μέσα του ήξερε πως αυτό δεν θα του'βγαινε σε καλό. Κάποια μέρα θα πλήρωνε. Αλλά πλέον δεν υπήρχε γυρισμός...
Άλλωστε αυτός τι έφταιγε; Έτσι τον είχαν μάθει. Πατέρας μέθυσος, που όταν είχε βάσανα δεν δίσταζε να ξεσπά πάνω στο ίδιο του το παιδί. Πόσα βράδια είχε περεάσει κλαίγοντας, ψάχνοντας κάποιον να του απαλύνει την ψυχή.
Κι έτσι μεγάλωσε. Μέσα στον πόνο και τις κακουχίες.
Και ήταν μόνος. Μια ζωή μόνος...