Ο Άλεξ επέστρεφε στο σπίτι του με τα πόδια μετά το τελευταίο ραντεβού στα γραφεία της αστυνομίας. Ήθελε να περπατήσει εκείνη τη μέρα για να μπορέσει να σκεφτεί, μήπως και κατάφερνε να ανακαλύψει κάτι. Έμεναν μόλις δέκα μέρες...
Μα όσο και να έστυβε το μυαλό του δεν μπορούσε να καταλήξει πουθενά – η υπόθεση γινόταν όλο και πιο μπερδεμένη. Είχε μετατραπεί σε σκιά του Όλεσον από τη μέρα που τον είχχε συναντήσει αλλά το μόνο που είχε καταφέρει να ανακαλύψει ήταν το παρελθόν του. Ο τύπος δεν είχε κάνει τίποτα από εκείνη τη μέρα και μετά – σαν να ήξερε ότι κάποιος τον παρακολουθεί.
Συλλογιζόμενος όλα αυτά ο Άλεξ είχε φτάσει σχεδόν στο σπίτι του, όταν είδε δύο άτομα να κατευθύνονται γρήγορα προς το μέρος του. Προσπάθησε να τρέξει προς την άλλη κατεύθυνση για να γλιτώσει, όμως άλλα δύο άτομα του κλείσανε το δρόμο.
Ένα χέρι τον έπιασε από πίσω και του έβαλε ένα μαντήλι στη μύτη. Και τότε, όλα σκοτείνιασαν...