Προσπαθούσε να θυμηθεί αλλά μάταια. Βλέπεις, είχαν περάσει χρόνια από τότε.
Έκανε μια παύση για να αφουγκραστεί. Έξω, η μέρα κόντευε στο τέλος της. Η φύση γύρω ήταν ήρεμη. Την ησυχία διέκοπτε μόνο το θρόισμα των φύλλων.
Το ποτήρι μπροστά του γεμάτο, η ψυχή του άδεια. Το μόνο που υπήρχε εκεί ήταν μίσος. Μίσος φλογερό, ασίγαστο. Και μία μόνο λέξη αντηχούσε στο μυαλό του – εκδίκηση...
Του είχαν πάρει τη μοναδική γυναίκα που αγάπησε στη ζωή του. Τρία χρόνια μακριά της, τρία χρόνια που το χαμόγελο είχε σβήσει από τα χείλη του. Τρία ολόκληρα χρόνια που κοιμόταν και ξυπνούσε με την ίδια σκέψη – να πληρώσει με το ίδιο νόμισμα, αυτούς που του είχαν καταστρέψει τη ζωή.
Ήταν Δεκέμβριος του '98. Βράδυ. Ο Πίτερ και η Σάρα γύριζαν στο σπίτι τους μετά από δείπνο – ήταν η επέτειος του γάμου τους εκείνη τη μέρα.
Η γειτονιά ήταν ήσυχη, τα φώτα στα σπίτια σβηστά.
Η Σάρα προχώρησε μπροστά και έβαλε το κλειδί στην πόρτα – ο Πίτερ ήταν ακόμα στο αυτοκίνητο. Πριν προλάβει να ανάψει το φως, ένα χέρι την άρπαξε προς τα πίσω ενώ ένα άλλο της έκλεισε το στόμα. Δεν μπορούσε να αντιδράσει, ζαλιζόταν. Τότε είδε για τελευταία φορά τον άντρα της.
Αργότρερα, ο γιατρός του νοσοκομείου απλά επιβεβαίωσε τον θάνατο της.