Κεφάλαιο 1: «Η ψυχολόγος τρελάθηκε»

571 131 139
                                    

Κεφάλαιο 1: «Η ψυχολόγος τρελάθηκε».

Τικ. Τακ. Τικ. Τακ.

Το ρολόι στον τοίχο χτυπάει με τον ίδιο ρυθμό, σταθερά και ομαλά. Κλείνει τα μάτια της και αφήνει τον ήχο να την υπνωτίσει. Τικ. Τακ. Ακουμπά τα χέρια στα μπούτια της και ξεφυσά τόσο αργά που περνάει ένα ολόκληρο 'τικ-τακ' από το παλιό ρολόι στον τοίχο πίσω της. Νιώθει την καρδιά της να χτυπά στο στήθος και αισθάνεται αρκετά άβολα με το πόσο ήσυχα είναι.

Ξαπλώνει το κεφάλι πίσω και ανοίγει τα μάτια για να δει το ρολόι ανάποδα. Παραμένει το ίδιο ξύλινο μαραφέτι που ακόμη δουλεύει παρόλο που έχει αφήσει πολλά χρόνια πίσω του. Συνεχίζει να το κοιτάει ανέκφραστη, καθώς ο δείκτης αλλάζει νούμερα με κάθε λεπτό που περνά. Δεν μπορεί να καταλάβει άμα της αρέσει ή όχι, αλλά για κάποιο λόγο θα μπορούσε να το κοιτάει για ώρες ολόκληρες καθώς χτυπά.

«Rachel;» Ακούει την φωνή του να την καλεί και δεν κουράζεται καν να κουνηθεί για να τον κοιτάξει. «Σου έφερα τσάι. Πιες το όσο είναι ζεστό».

«Ναι», μουρμουρίζει αδιάφορη και χτυπά τον δείκτη της στο μπούτι ρυθμικά με το ρολόι.

Ακούει την καρέκλα απέναντι της να σέρνεται και υποθέτει πως αυτός ήδη βολεύτηκε για μια συζήτηση. Την ενοχλεί τόσο πολύ μόνο η ιδέα ότι πρέπει να το κάνει αυτό. Μπορεί να είναι ο πατέρας της, αλλά ξέρει καλά ότι κάτι τέτοια της προκαλούν στομαχόπονο. Αλλά λογικά θα το αγνοεί όπως κάνει κι εκείνη τον τελευταίο καιρό μαζί του.

«Χαίρομαι που ήρθες να με δεις», λέει και σηκώνει το κεφάλι της, φέρνοντας το στην ίδια ευθεία με εκείνον.

«Χαίρεσαι;» Ρωτάει και σουφρώνει τα φρύδια της σκεπτική. «Μα ήρθα μόνο επειδή μου το ζήτησε η Mary».

Πίνει μια γουλιά από το πράσινο τσάι της και το αφήνει πίσω στο τραπεζάκι με τεράστια προσοχή. Η σιωπή είναι αρκετά αμήχανη, αλλά δεν την πειράζει. Προτιμά όταν είναι ανενόχλητη από το οτιδήποτε. Προτιμά την ησυχία και την μοναξιά. Προτιμά να κάνει τίποτα παρά κάτι.

«Και τόσο μου αρκεί», γελά ο γεράκος και πίνει μια γουλιά από το τσάι του.

Δεν καταλαβαίνω, σκέφτεται η Rachel.

«Θέλω να πάω σπίτι μου», δηλώνει εκείνη και κουλουριάζεται στον καναπέ.

«Θα σε πάω μόλις τελειώσεις το τσάι σου», χαμογελά ο πατέρας της και τον κοιτά ανέκφραστη.

Go To Sleep [#GTS]Where stories live. Discover now