Κεφάλαιο 2

1.7K 74 2
                                    

        Ελλη

Η ώρα ήταν 6 και είπα να πάω να κάνω ένα μπάνιο,όταν το τηλέφωνο χτυπησε
Εγώ: Ναι! Αλλά δεν πείρα απάντηση. Ξανάρωτησα αλλά τίποτα, δεν απάντησε κάνεις έτσι το έκλεισα
Εγώ: Αϊ στο καλό με τον κάθε ανωμαλο! Είπα και σιγά σιγά πήγα στο μπάνιο να κάνω μπάνιο. Άνοιξα την βρύση να γεμίσει η μπανιέρα και πήγα στη κουζίνα να βάλω την καφετιέρα να φτιάξει κάθε μέχρι να κάνω μπάνιο. Ξαφνικά άκουσα θόρυβο απ' έξω και σαν κουτσομπολα πήγα στο ματακι της πόρτας να δω τη ήταν. Ο καινούργιος γείτονας είχε έρθει και απ' όσο είδα από τη σκιά που φένοταν ήταν ένας νέος άντρας. Μετά από λίγο πήγα στο μπάνιο και μπήκα στη μπανιέρα, αυτό με χαλαρώνε πολύ. Μόλις τελείωσα πήγα στο δωμάτιο μου και ντύθηκα, φορεσα ένα κοντό παντελόνι και μια κοντομανηκι μπλούζα και πήγα στο σαλόνι να πιω τον καφέ μου, όταν το τηλέφωνο χτυπησε ξανά
-Ε: Ναι! Απάντησα. Αλλά πάλι δεν μιλούσε κάνεις, αν και άκουγα την ανάσα του/της.
-Χρήστος: Ελλη! Αγάπη μου.
Εκείνη την στιγμή δεν μπορούσα να πάρω ανάσα.
-Ε: Χχχχχχρηστο.
-Χρ:Ναι εγώ είμαι.
-Ε: Γιατί με πήρες τηλέφωνο, σου είχα πει πως δεν θέλω να σου ξανά μιλήσω ούτε να σε ξανά δω μπροστά μου.Τι άλλο θες από μένα?
-Χρ: Θέλω να σου πω πως σ'αγαπω
-Ε: Δεν με νοιάζει Εξάλλου εμείς τελειώσαμε. Και έκλεισα το τηλέφωνο.
Ο Χριστός ήταν το αγόρι μου πριν έρθω στη Ρόδο για σπουδές, αλλά με απάντησε με μια τσουλα και έτσι χωρισαμε.Αν και τον αγαπούσε τόσο πολύ, αλλο τόσο τον μισουσα.Στο μυαλό μου ήρθαν στο μυαλό μου η εικόνα όταν τον έπιασα να την φυλάει. Σηκώθηκα από τον καναπέ και πήγα και έβαλα το αγαπημένο μου τραγούδι το< close>, το έβαλα τέρμα και πήγα στην κουζίνα και πήρα μια μπύρα. Ειμουν τόσο χάλια, είχα θυμοσει τόσο πολύ που σηκωθηκα από τον κάνα πε και άρχισα να σπάνε ότι έβρισκα μπροστά μου. Το τραγούδι το έβαζα ξανά και ξανά και τα δικά να τρέχουν σαν ποτάμι. Είχα καθίσει μπροστά από την πόρτα και έλεγα χωρίς σταματημο.Ολα γύρω μου ήταν σπασμένα σε χίλια κομμάτι, μέχρι και τον καναπέ με της πολυθρόνες τις είχα γυρίσει ανάποδα.

Κωνσταντίνος

Μόλις έφτασα στο αεροδρόμιο, κατέβηκα από το αεροπλάνο και πήγα στο αμάξι που είχα παρκάρει πριν 4 μέρες όταν έφυγα για Αθήνα για να πάρω τα τελευταία πράγματα μου. Μπήκα στο αμάξι και πήγα προς το καινούργιο μου σπίτι. Ήταν σε μια πολυκατοικία και απέναντί μου είχα μάθημα πως το είχε νοικιάσει μια κοπέλα, αυτό ήταν καλό. Μολις παρκάρα το αυτοκίνητο, πήρα της δύο βαλίτσες και ανέβηκα στο τέταρτο όροφο όπου ήταν το διαμέρισμα μου. Από δίπλα φένοταν πως φώτα ανάμενα αλλά δεν ακούγοταν τίποτα.Μπηκα μέσα έβαλα τα πράγματα στην θέση τους και έκανα ανά γρήγορο ντους, φορεσα μια φόρμα και έκατσα στον καναπέ.Εκει που χαλαρώνε μια μουσική ακούστηκε από δίπλα ήταν το αγαπημένο μου τραγούδι το <close >,αλλά δεν έφτανε μόνο αυτό ξαφνικά ακουστικάν να σπάνε πράγματα. Το τραγούδι τελείωνε και ξανά από την αρχή ενώ ακόμα ακούγοταν να σπάνε πράγμα. Να πω την αλήθεια φοβήθηκε για αυτό βγείτε έξω και χτύπησα το κουδούνι, αλλα δεν πείρα απάντηση. Έτσι ξαναχτυπησα το κουδούνι και ξαφνικά ακούστηκε μια κλαμαινει φωνή από μέσα
-Ε: Ποιος είναι
-Κών: Είμαι ο γείτονας. Άκουσα θόρυβο και ανησυχησα. Μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι?
-Ε: Να με αφήσεις στην ησυχία μου, δεν θέλω την βοήθεια κανενός
-Κών: Τι να πω!  Και έτσι έφυγα.,αλλά ακόμα ανησυχουσα. Μπήκα μέσα και εκλησα την πόρτα.

Ελλη

Το τηλέφωνο χτυπησε, σηκώθηκα σιγά σιγά και πήγα και το πήρα. Ήταν η φίλη μου η Σωτηρία
-Ε:Τι θες ρε Σωτηρία?Της είπα
-Σω: Ελλη, τι έπαθες, γιατί μιλάς έτσι
-Ε:Τίποτα δεν έχω, να με αφήσετε στην ησυχία μου θέλω!
-Σ:Ελλη τι είναι αυτά που λες,εμείς..... πήγα να πω αλλά ξαφνικά........!

Εύχομαι να σας αρέσει αυτό το κεφάλαιο.

Ο Κωνσταντίνος  παραλίγο να γνωρίσει την Ελλη.

Τη Θα γίνει τελικά. Τι θα ακούσει η Σωτηρία και θα τρομάξει πολύ

Η Μαρίνα που πάει να σιδεροση

Ο Έρωτας για Τον Καθηγητή Μου Donde viven las historias. Descúbrelo ahora