Πρόλογος

161 8 0
                                    

Ο ποιητής σηκώθηκε από το τραπέζι και κοίταξε από το πα-
ράθυρο την αγαπημένη του πόλη. Παρόλο που η αρχιτε-
κτονική και οι δρόμοι της του μιλούσαν, οι φωνές τους
ήταν κενές. Λες και ένα δυνατό φως είχε σβήσει όχι μόνο στην
πόλη, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο.
«Quomodo sedet sola civitas plena populo! Facta est quasi vidua
domina gentium…»*
Τα μάτια του σάρωσαν τον Θρήνο που είχε παραθέσει μό-
λις λίγα λεπτά πριν. Τα λόγια του προφήτη Ιερεμία ήταν θλιβε-
ρά ανεπαρκή.
«Βεατρίκη», ψιθύρισε και η καρδιά σφίχτηκε στο στήθος του.
Ακόμα και τώρα, δύο χρόνια μετά τον θάνατό της, δυσκολευόταν
να γράψει για την απώλειά του.
Εκείνη θα παρέμενε για πάντα νέα, για πάντα ευγενική, για
πάντα η ευλογία του, και όλη η ποίηση του κόσμου δε θα μπορού-
σε να εκφράσει την αφοσίωσή του σ’ εκείνη. Αλλά χάρη της μνή-
μης της και της αγάπης τους, θα προσπαθούσε.

Ο σκοτεινός άγγελος Where stories live. Discover now