Η σιωπή του Γκάμπριελ ήχησε γύρω τους. Δεν ήθελε να του
θυμίζουν το παρελθόν του.
Η Τζούλια σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να αποθέ-
σει ένα φιλί στο γωνιώδες σαγόνι του. «Δεν παραπονιέμαι. Στο
κάτω κάτω, εγώ απολαμβάνω τις δεξιότητές σου».
Έπειτα από αυτό, εκείνος χάιδεψε τα στήθη της πάνω από τη
δαντέλα. «Παρόλο που μ’ αρέσουν τα εσώρουχά σου, Τζουλιάν,
σε προτιμώ γυμνή».
«Δεν είμαι σίγουρη γι’ αυτό». Η Τζούλια κοίταξε πάνω από
τον ώμο του σαρώνοντας την περίμετρο του ξέφωτου. «Όλο νο-
μίζω πως κάποιος θα μας διακόψει».
«Κοίταξέ με».
Τα μάτια της συνάντησαν τα δικά του.
«Δεν υπάρχει κανένας άλλος εδώ εκτός από εμάς. Και αυτό
που βλέπω μου κόβει την ανάσα». Με ακόμα μια προκλητική κί-
νηση, τα χέρια του άφησαν τα στήθη της για να χαϊδέψουν τους
λόφους και τις κοιλάδες της σπονδυλικής της στήλης προτού καλύ-
ψουν τους γοφούς της. Οι αντίχειρές του έμειναν μετέωροι πάνω
από το δέρμα της. «Θα σε σκεπάσω».
«Με τι; Με την κουβέρτα;»
«Με το σώμα μου. Ακόμα και αν πέσει κάποιος πάνω μας, δε
θ’ αφήσω κανέναν να σε δει. Σ’ το υπόσχομαι».
Οι άκρες των χειλιών της σηκώθηκαν προς τα πάνω. «Σκέφτε-
σαι τα πάντα».
«Αρκεί να σκεφτώ εσένα. Εσύ είσαι τα πάντα». Ο Γκάμπριελ
πήρε τα χείλη που του προσφέρονταν και με μεγάλη προσοχή απο-
μάκρυνε αργά το σουτιέν από το σώμα της. Τη φίλησε βαθιά, αργά,
εξερευνώντας το στόμα της προτού της βγάλει και το σλιπάκι.
Τώρα στεκόταν μπροστά του ολόγυμνη στον οπωρώνα τους.
Ω Θεοί του σεξ στον οπωρώνα, σκέφτηκε εκείνη. Σας παρακαλώ,
μην αφήσετε κανέναν να μας διακόψει. Στη συνέχεια του έβγαλε
ανυπόμονα το πουκάμισο, παίζοντας με τις λίγες τρίχες στο στή-
θος του, προτού γλιστρήσει τα δάχτυλά της στους κοιλιακούς του
για να ξεκουμπώσει τη ζώνη του.
Όταν έμειναν και οι δύο γυμνοί, εκείνος τύλιξε τα μπράτσα
του γύρω της κι εκείνη αναστέναξε.
«Ευτυχώς που κάνει ζέστη απόψε», της ψιθύρισε. «Γιατί φέ-
ραμε μόνο μια κουβέρτα».
Χαμογελώντας, η Τζούλια ξάπλωσε κι εκείνος την κάλυψε με
το σώμα του. Τα γαλάζια μάτια του βυθίστηκαν στα δικά της κα-
θώς έκλεινε το πρόσωπό της στα χέρια του.
«To the Nuptial Bowre I led her blushing like the Morn: all Heav’n,
And happie Constellations on that houre».
«Χαμένος Παράδεισος», ψιθύρισε εκείνη χαϊδεύοντας τα λίγων
ημερών γένια στο πιγούνι του. «Όμως σ’ αυτό το μέρος μόνο τον
Παράδεισο που βρήκαμε μπορώ να σκεφτώ».
«Εδώ έπρεπε να είχαμε παντρευτεί. Εδώ έπρεπε να είχαμε
κάνει έρωτα για πρώτη φορά».
Έπλεξε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του.
«Είμαστε εδώ τώρα».
«Εδώ ανακάλυψα την αληθινή ομορφιά».
Τη φίλησε ξανά, ενώ τα χέρια του τη χάιδευαν απαλά. Η Τζού-
λια ανταποκρίθηκε και το πάθος τους φούντωσε και θέριεψε.
Στους μήνες μετά τον γάμο τους, η επιθυμία του ενός για τον
άλλο όπως και η γλυκύτητα του ζευγαρώματός τους δεν είχαν κα-
ταλαγιάσει. Οι κουβέντες παραχώρησαν τη θέση τους στην κίνη-
ση, στο άγγιγμα και στη χαρά του σωματικού έρωτα.
Ο Γκάμπριελ ήξερε τη γυναίκα του – ήξερε πότε ήταν ερεθι-
σμένη και έτοιμη, πότε αδημονούσε και τελείωνε. Έκαναν έρω-
τα μες στη νύχτα περιτριγυρισμένοι από το σκοτάδι και τα γεμά-
τα ζωή φυτά.
Στην άκρη του ξέφωτου, οι γέρικες μηλιές που είχαν παρακο-
λουθήσει την αγνή αγάπη τους στο παρελθόν απέστρεψαν ευγε-
νικά το βλέμμα.
Όταν επιτέλους ξαναβρήκαν την αναπνοή τους, η Τζούλια
έμεινε ξαπλωμένη να θαυμάζει τα αστέρια.
«Έχω κάτι για σένα». Ο Γκάμπριελ έπιασε τον φακό και τον χρησιμοποίησε για να βρει το παντελόνι του. Όταν επέστρεψε
δίπλα της, πέρασε κάτι κρύο στον λαιμό της.
Η Τζούλια κοίταξε προς τα κάτω και είδε ένα κολιέ φτιαγμέ-
νο από κρίκους. Από αυτό κρέμονταν τρία φυλαχτά – μια καρ-
διά, ένα μήλο και ένα βιβλίο. «Είναι όμορφο». Εισέπνευσε αγγί-
ζοντας με τα δάχτυλά της ένα ένα τα φυλαχτά.
«Ήρθε απ’ το Λονδίνο. Οι κρίκοι και τα φυλαχτά είναι αση-
μένια, εκτός από το μήλο, που είναι φτιαγμένο από χρυσό. Συμ-
βολίζει την ημέρα της γνωριμίας μας».
«Και το βιβλίο;»
«Έχει στο εξώφυλλο χαραγμένη τη λέξη Δάντης».
Τον κοίταξε ντροπαλά. «Μήπως έχουμε κάποια επέτειο που
ξεχνάω;»
«Όχι, απλώς μου αρέσει να σου χαρίζω πράγματα».
Η Τζούλια τον φίλησε βαθιά κι εκείνος την ξάπλωσε αφήνο-
ντας πάλι τον φακό στην άκρη.
Όταν χωρίστηκαν, ο Γκάμπριελ ακούμπησε την παλάμη του
στην επίπεδη κοιλιά της και έφερε τα χείλη του στο κοίλωμα που
βρισκόταν ακριβώς πάνω από τον αντίχειρά του.
«Θέλω να βάλω το παιδί μου εδώ».
Καθώς τα λόγια του αντήχησαν στο ξέφωτο, η Τζούλια πά-
γωσε. «Τι;»
«Θα ήθελα να κάνω ένα παιδί μαζί σου».
Κράτησε την αναπνοή της. «Τόσο σύντομα;»
Ο αντίχειράς του κινήθηκε πάνω στο δέρμα της. «Ποτέ δεν ξέ-
ρει κανείς πόσο χρόνο έχει».
Η Τζούλια σκέφτηκε την Γκρέις, τη θετή μητέρα του, και τη
βιολογική μητέρα της, τη Σάρον. Και οι δύο είχαν πεθάνει νέες,
αλλά υπό πολύ διαφορετικές συνθήκες.
«Ο Δάντης έχασε τη Βεατρίκη όταν εκείνη ήταν είκοσι τεσ-
σάρων», συνέχισε ο Γκάμπριελ. «Αν σε έχανα, θα διαλυόμουν».
Η Τζούλια άπλωσε το χέρι για να αγγίξει το απαλό λακκάκι
στο σαγόνι του. «Μη μιλάς για θάνατο. Όχι εδώ, που μόλις γιορ-
τάσαμε τη ζωή και τον έρωτα».
Ο Γκάμπριελ απόθεσε φιλιά μετάνοιας στην κοιλιά της προ-
τού ξαπλώσει στο πλάι. «Κοντεύω να ξεπεράσω τα χρόνια της Βεατρίκης και είμαι
υγιής». Ακούμπησε το χέρι της στο στέρνο του πάνω από το τα-
τουάζ του κι άγγιξε το όνομα στη ματωμένη καρδιά. «Έχεις άγ-
χος εξαιτίας της Μάγια;»
Το πρόσωπο του Γκάμπριελ σκλήρυνε. «Όχι».
«Δεν πειράζει, αν συμβαίνει κάτι τέτοιο».
«Ξέρω ότι είναι ευτυχισμένη».
«Κι εγώ το πιστεύω αυτό». Η Τζούλια δίστασε σαν να ετοιμα-
ζόταν να πει κάτι ακόμα.
«Τι είναι;»
«Σκεφτόμουν τη Σάρον».
«Και;»
«Δεν υπήρξε σπουδαίο πρότυπο μητέρας».
Ο Γκάμπριελ έσκυψε και τη φίλησε ανάλαφρα. «Εσύ θα γί-
νεις εξαιρετική μητέρα. Ξέρεις ν’ αγαπάς, είσαι υπομονετική και
καλοσυνάτη».
«Δε θα είχα ιδέα για το τι πρέπει να κάνω».
«Αυτό θα το βρίσκαμε μαζί. Κανονικά, εγώ θα ’πρεπε ν’ ανη-
συχώ. Οι βιολογικοί γονείς μου ήταν ο ορισμός της δυσλειτουργι-
κής σχέσης και η ηθική δεν κυριαρχούσε ακριβώς στη ζωή μου».
Η Τζούλια κούνησε το κεφάλι της. «Τα πας πολύ καλά με τον
μικρό της Τάμι. Ακόμα και ο αδελφός σου το παραδέχεται. Αλλά
είναι πολύ νωρίς για να κάνουμε μωρό, Γκάμπριελ. Είμαστε πα-
ντρεμένοι μόνο έξι μήνες. Κι εγώ θέλω να τελειώσω το διδακτο-
ρικό μου».
«Συμφώνησα όσον αφορά αυτό, αν θυμάσαι». Χάιδεψε με το
δάχτυλό του την καμπύλη των πλευρών της.
«Ο έγγαμος βίος είναι υπέροχος, αλλά περνάμε μια περίοδο
προσαρμογής. Και οι δυο μας».
Εκείνος σταμάτησε αυτό που έκανε. «Σύμφωνοι. Αλλά πρέ-
πει να μιλήσουμε για το μέλλον. Θα ήταν καλύτερο να συζητήσω
το συντομότερο με τον γιατρό μου. Έχει περάσει τόσος καιρός
από τότε που έκανα την αγγειεκτομή, που η αναστροφή της μπο-
ρεί να μην είναι δυνατή»
«Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι για να κάνει κανείς οικογένεια.
Μπορούμε να συζητήσουμε άλλες ιατρικές επιλογές. Θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε ένα παιδί από το ορφανοτροφείο των Φρα-
γκισκανών στη Φλωρεντία. Όταν είναι η κατάλληλη στιγμή». Η
έκφρασή της πρόδιδε την ελπίδα της.
Ο Γκάμπριελ απομάκρυνε μια τούφα μαλλιών από το πρόσω-
πό της. «Μπορούμε να τα κάνουμε όλα αυτά. Σκοπεύω να σε πάω
στην Ούμπρια μετά το συνέδριο, πριν πάμε στην έκθεση στη Φλω-
ρεντία. Αλλά όταν θα επιστρέψουμε από την Ευρώπη, θα ήθελα
να μιλήσω με τον γιατρό μου».
«Εντάξει».
Την έφερε από πάνω του. Ένας παράξενος ηλεκτρισμός δια-
πέρασε την επιδερμίδα τους όταν την έπιασε από τους γοφούς.
«Όταν θα είσαι έτοιμη, θ’ αρχίσουμε να προσπαθούμε».
Εκείνη του χαμογέλασε. «Καλό θα ήταν να προετοιμαστούμε
κάνοντας εξάσκηση».
«Συμφωνώ απολύτως».