«Τι διαβάζεις;»
Της έδειξε το εξώφυλλο. Ένα Προσκύνημα.*
«Είναι καλό;»
«Πολύ καλό. Διάβασες ποτέ το Φράνι και Ζούι του Τζ. Ντ.
Σάλιντζερ;»
«Πριν από πολύ καιρό. Γιατί;»
«Η Φράνι διαβάζει αυτό το βιβλίο και προβληματίζεται. Από
εκεί πρωτοέμαθα γι’ αυτό».
«Τι θέμα έχει;» Πήρε στα χέρια της το βιβλίο και κοίταξε το
οπισθόφυλλο.
«Μιλάει για έναν ορθόδοξο Ρώσο που προσπαθεί να μάθει τι
σημαίνει να προσεύχεται κανείς ασταμάτητα».
Η Τζούλια σήκωσε το ένα φρύδι. «Και;»
«Και το διαβάζω για να ανακαλύψω τι έμαθε».
«Προσεύχεσαι για κάτι;»
Έτριψε το πιγούνι του. «Προσεύχομαι για πολλά πράγματα».
«Όπως;»
«Να γίνω καλός άνθρωπος, καλός σύζυγος και, κάποια μέρα,
καλός πατέρας».
Η Τζούλια τού χαμογέλασε ελαφρώς και ξανακοίταξε το βι-
βλίο. «Υποθέτω πως όλοι μας κάνουμε το προσωπικό πνευματι-
κό ταξίδι μας».
«Κάποιοι από εμάς βρίσκονται πιο μπροστά από άλλους».
Ακούμπησε κάτω το βιβλίο και χώθηκε στην αγκαλιά του. «Εγώ
δεν το σκέφτομαι έτσι. Νομίζω ότι κυνηγάμε τον Θεό μέχρι Εκεί-
νος να μας πιάσει».
Ο Γκάμπριελ γέλασε. «Όπως στο Ουράνιο Λαγωνικό;**»
«Κάτι τέτοιο».
«Ένα από τα πράγματα που θαυμάζω περισσότερο σε σένα
είναι η συμπόνια σου στις ανθρώπινες αδυναμίες».
«Έχω κι εγώ τα ελαττώματά μου, Γκάμπριελ. Απλώς είναι κρυμμένα». Έριξε μια ματιά στο δωμάτιο προσέχοντας τα σημά-
δια της σκούπας στο χαλί και τα πεντακάθαρα έπιπλα. Η ατμό-
σφαιρα μύριζε λεμόνι και πεύκο. «Το σπίτι είναι τέλειο. Σ’ ευχαρι-
στώ που βρήκες κάποιον άλλο να το καθαρίσει. Σήμερα κατάφερα
να κάνω πολλή δουλειά».
«Ωραία». Την κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του. «Πώς νιώθεις;»
«Πολύ καλύτερα. Σ’ ευχαριστώ που έφτιαξες το βραδινό μας».
Ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του.
«Δεν πεινούσες όταν σου το έφερα επάνω». Πέρασε τα χέρια
του στα μαλλιά της.
«Το έφαγα κάποια στιγμή. Συνάντησα ένα πρόβλημα στην
εργασία μου, έτσι δεν μπορούσα να σταματήσω αρκετή ώρα για
να φάω».
«Μπορώ να βοηθήσω;» Έβγαλε τα γυαλιά του και τα ακού-
μπησε πάνω στο βιβλίο του.
«Όχι. Δε θέλω κανένας να σκεφτεί ότι εσύ είσαι ο εγκέφαλος
πίσω από την έρευνά μου».
«Δεν είχα τέτοια πρόθεση». Ο Γκάμπριελ ακούστηκε προ-
σβεβλημένος.
«Πρέπει να δουλέψω μόνη μου».
Ο Γκάμπριελ ρουθούνισε. «Νομίζω ότι ανησυχείς υπερβολι-
κά για το τι θα σκεφτούν οι άλλοι».
«Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς», του απάντησε απότομα. «Αν
παρουσιάσω ένα κείμενο που δίνει την εντύπωση πως το έγρα-
ψες εσύ, ο κόσμος θα το προσέξει. Η Κρίστα Πίτερσον ήδη διέ-
διδε διάφορα για εμάς. Μου το είπε ο Πολ».
Ο Γκάμπριελ συνοφρυώθηκε. «Η Κρίστα ζηλεύει πολύ. Αντί
να πηγαίνει μπροστά, πηγαίνει πίσω τη σταδιοδρομία της. Το Κο-
λούμπια την ανάγκασε να γραφτεί στο μεταπτυχιακό πρόγραμ-
μα φιλοσοφίας στα ιταλικά. Δεν τη δέχτηκαν κατευθείαν στο δι-
δακτορικό πρόγραμμα. Έχω ήδη μιλήσει με την επικεφαλής του
τμήματός της στο Κολούμπια. Μας συκοφαντεί επειδή φοβάται».
Αναδεύτηκε στην πολυθρόνα του. «Και πότε μίλησες με τον Πολ;»
«Μου έστειλε μήνυμα μετά το συνέδριο στο οποίο πήγε στο
UCLA. Εκεί είδε την Κρίστα και άκουσε τις φήμες που διέδιδε».
«Δε με έχεις αφήσει ακόμα να διαβάσω την εργασία σου . Αν και, μια και συζητήσαμε τόσο πολύ τον Γκουίντο, είμαι σίγουρος
ότι ξέρω τι θα πεις».
Η Τζούλια δάγκωσε την άκρη του νυχιού της, αλλά δε μίλησε.
Εκείνος την αγκάλιασε πιο σφιχτά. «Το βιβλίο μου σε βοή-
θησε;»
«Ναι, αλλά ακολουθώ άλλη προσέγγιση», του απάντησε αό-
ριστα.
«Αυτό μπορεί ν’ αποδειχθεί δίκοπο μαχαίρι, Τζουλιάν. Η πρω-
τοτυπία είναι αξιοθαύμαστη, αλλά ορισμένες φορές υπάρχει λό-
γος που οι καθιερωμένες οδοί είναι καθιερωμένες».
«Θα σ’ αφήσω να τη διαβάσεις αύριο, αν έχεις χρόνο».
«Φυσικά και έχω χρόνο». Άρχισε να τρίβει την πλάτη της. «Για
την ακρίβεια, ανυπομονώ να τη διαβάσω. Στόχος μου είναι να σε
βοηθήσω, όχι να σου κάνω κακό. Το ξέρεις αυτό, έτσι;»
«Φυσικά». Τον φίλησε ξανά προτού βολευτεί πάνω στο στή-
θος του. «Ανησυχώ απλώς για το ποια θα είναι η γνώμη σου».
«Θα σου μιλήσω με ειλικρίνεια και θα σε στηρίξω. Σ’ το υπό-
σχομαι».
«Αυτό ελπίζω κι εγώ». Του χαμογέλασε. «Τώρα θέλω να με
πας στο κρεβάτι και να μου φτιάξεις τη διάθεση».
Μισόκλεισε τα μάτια σκεφτικά. «Και τι πρέπει να κάνω για
να φτιάξει η διάθεσή σου;»
«Να με κάνεις να ξεχάσω τα προβλήματά μου βασανίζοντάς
με με το γυμνό κορμί σου».
«Κι αν δε θέλω ακόμα να πάω στο κρεβάτι;»
«Τότε φαντάζομαι πως θα πάω μόνη μου. Και ίσως να φτιά-
ξω μόνη μου τη διάθεσή μου». Σηκώθηκε και τεντώθηκε κοιτά-
ζοντάς τον με την άκρη του ματιού της.
Σαν αστραπή ο Γκάμπριελ βρέθηκε πίσω της, τη σήκωσε στα
χέρια και ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες.