Θα'σαι εσύ το κύμα...

321 71 25
                                    

"Έλα ακόμα ένα φιλάκι, σε παρακαλώ."ο Ιάκωβος δεν έχει σταματήσει να με παίρνει από το χέρι και να κλειδωνόμαστε στα δωμάτια του σπιτιού για να φιλιόμαστε σαν σχολιαρόπαιδα.

"Πας καλά παιδάκι μου; Άσε με και μας περιμένουν τα παιδιά στο αμάξι."τα χέρια του άρχισαν να με αγγίζουν τολμηρά "Ιάκωβε."τον μάλωσα αλλά ούτε που τον ένοιαξε "Αν συνεχίσεις θα πω τα παιδιά τελικά να μην μας αφήσουν μόνους το βράδυ."του είπα, και για ποτέ με άφησε και περπάτησε μέχρι την πόρτα ξεκλειδώνοντας τη, ούτε που το κατάλαβα.

"Πάμε;"με ρώτησε και τον έβλεπα που ήταν αναψοκοκκινισμένος, όχι ότι εγώ πήγαινα πίσω βέβαια αλλά προσπαθούσα να μην το δείχνω. Γέλασα δυνατά και τον ακολούθησα.

Βγήκαμε απο το σπίτι και μπήκαμε στο αμάξι με τα παιδιά. Σήμερα θα οδηγούσε ο Φίλιππος. Θα πηγαίναμε για φαγητό στα υπέροχα μεζεδοπωλείά του Σουνίου.

Καθόλη την διαδρομή ο Ιάκωβος είχε στριμωχτεί ανάμεσα σε εμένα και την Ελεονώρα. Καθώς κάναμε κύκλους μέχρι να βρούμε θέση για το αμάξι, εγώ είχα απορροφηθεί έξω. Το χέρι του Ιακώβου ξεκίνησε να κάνει βόλτες στο πόδι μου. Απο το γόνατο μου, μέχρι και το εσωτερικό του μυρού μου. Αντανακλαστικά με το χέρι μου, προσπάθησα να τον σταματήσω "Τι κανείς;"είπα μέσα απο τα δόντια μου και τον  κοίταξα. Παραμέρισε το χέρι μου και συνέχισε τα με χαϊδεύει. Δεν με χαλούσε καθόλου αλλά δεν ήθελα να γίνεται αυτο μπροστά στα παιδιά, ήταν πολύ νωρίς. Χαμογέλασε στραβά και σιγά-σιγά πήρε το χέρι του απο επάνω μου. Τα μαγουλά μου είχαν κοκκινήσει και μια απότομη ζέστη είχε κυριεύσει το σώμα μου.

Έτσι ήμουν και καθ'όλη την διάρκεια του φαγητού. Με το ζόρι έτρωγα καθώς σκεφτόμουν τα αγγίγματα μέσα στο αμάξι, αλλά και τα φιλιά του.

Και σαν να βρισκόταν μέσα στο μυαλό μου, με κοίταξε μέσα στα μάτια και δάγκωσε τα χείλια του.

"Μαργαρίτα με ακούς;"κάποιος μου μιλούσε αλλά ήμουν χαμένη στα μάτια του Ιακώβου "Καλέ Μαργαρίτα, ξύπνα."νιώθω ένα χέρι να με σκουντάει και γυρνάω να κοιτάξω δίπλα μου. Ήταν ο Ιάσονας. "Θα μου πεις τι θέλεις να κάνουμε το βράδυ και πόσο θέλετε να μείνετε μόνοι;"με ρωτάει. Ντρέπομαι να συζητάω τέτοια μαζί του.

"Εεε, ξέρω και εγώ;"κομπλάρω και μπλέκω τα χέρια μου "Δύο; Τρεις ωρίτσες; Κυριακή είναι ας πάτε σε κανένα κλαμπ."του ζητάω και κουνάει το κεφάλι του κλείνοντας το μάτι του σε ένδειξη ότι θα γίνει αυτό που ζήτησα. Του χαρίζω ένα φιλί και συνεχίζω το φαγητό μου. Όσο μπορώ δηλαδή, γιατί τα χέρια και τα πόδια του Ιακώβου κάνουν επιδρομές επάνω μου.

Εμείς ; {TYS17}Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ