In the beginning

160 17 8
                                    

-Φύγε από εδώ μέσα!!!

Μου φώναξε και ύστερα προσγείωσε με δύναμη το χέρι του στο πρόσωπό μου. Αυτός ήταν ο πατέρας μου. Ένας εγωιστής , φαλοκράτης άνδρας.

Έτρεξα δίχως να πω λέξη στο δωμάτιό μου και κλείδωσα την πόρτα. Έπεσα στο κρεβάτι και άρχισα να κλαίω με αναφιλητά. Αυτό δεν το περίμενα ποτέ... Ό,τι και να είχε κάνει δεν περίμενα να φτάσει σε σημείο να με χτυπήσει. Η μητέρα μου του φώναζε να σταματήσει αλλά μάταια...

Όταν μετά από λίγο κατάφερα να ηρεμήσω άνοιξα την ντουλάπα μου, πηρα μια μικρή τσάντα και έβαλα μέσα τα απαραίτητα. Λίγο αργότερα άνοιξα την πόρτα και έφυγα από εκεί. Δεν πειράζει.. Ίσως αν ανησυχήσουν και λίγο.. Αν με ψάξουν να καταλάβουν τι είχαν και τι έχασαν.

Βγήκα στο δρόμο και άρχισα να περπατάω με γρήγορο αλλά σταθερό βήμα. Ο αέρας φυσούσε δυνατά κάνοντας το κορμί μου να ριγήσει. Δάκρυα γέμισαν ξανά τα μάτια μου σκεπτόμενη όλα όσα συνέβησαν. Η ζωή μου ήταν ένα μάτσο χάλια και δεν πρόκειται να διορθωνόταν ποτέ!

Κάποια στιγμή άκουσα γέλια από μακριά και ξαφνικά έπεσα πάνω σε κάτι

- Στραβομάρα! Είπε αυτός στον οποίο έπεσα πάνω.

- Ωω συγγνώμη δεν ήθελα..Ψέλλισα και σκούπισα τα δάκρυά μου για να μπορώ να δω καλύτερα.

Ήταν ένας ψηλός μελαχρινός άνδρας γύρω στα 20 , με υπέροχα κάστανα μάτια από αυτά που χανόσουν μέσα τους και αρκετά γυμνασμένο σώμα.

Τότε είδε τα κόκκινα μάτια μου από το κλάμα και τα δάκρυά που προσπαθούσα να συγκρατήσω με απόλυτη αποτυχία.

- Τι έγινε; Είσαι καλά;

- Ναι.. Είπα οχι και τόσο πειστικά.. Δηλαδή..Οχι.. Συμπλήρωσα και έκρυψα με τα χέρια μου το πρόσωπό μου.

- Περίμενε εδώ! Μου είπε και γύρισε προς τους φίλους του. Τους είπε κάτι και γύρισε προς εμένα ξανά. "Πάμε κάπου να μου μιλήσεις; " με ρώτησε .

Έμεινα για λίγο να τον κοιτάζω αμίλητη.

Δεν ήξερα τι να κάνω.. Ήταν ένας άγνωστος. Αλλά ένας άγνωστος που νοιάστηκε για μενα. Ο πρώτος άνθρωπος που θέλησε να με ακούσει κι ας μην με ήξερε καν.

- Λοιπόν.. Θες;

Ξανα έθεσε την ερώτηση. Κάτι στα μάτια του μου έλεγε να τον εμπιστευτώ.

- Εμμ ναι.. Είπα δειλά

- Ωραία ! Πάμε από δω;

Συμπλήρωσε δείχνοντάς μου τον δρόμο για την πλατεία και με ένα γλυκό χαμόγελο να έχει απλωθεί σε όλο του το πρόσωπο. Χαιρέτησε την παρέα του και καθώς απομακρυνόμασταν ένας από τους φίλους του του φώναξε:

- Άντε τυχερέ χτύπησες και γκομενάκι απόψε !    Κλείνοντάς του το μάτι.

Ο άγνωστός μου του απάντησε σηκώνοντας περήφανα το μεσαίο του δάχτυλο. Έπειτα γύρισε προς εμένα.

- Πάμε;

- Πάμε..

Searching HappinessWhere stories live. Discover now