Κεφάλαιο 14ο

251 30 16
                                    

Ο Άρης πλησίασε κατευθείαν το γιατρό όταν τον είδε να βγαίνει από το δωμάτιο της Δανάης. << Πως είναι; >> τον ρώτησε ανήσυχος.

 << Ηρεμήστε. Είναι μια χαρά. Είστε φίλος της; >> τον ρώτησε ο γιατρός και αφού έγνεψε συνέχισε. << Η φίλη σας είναι πολύ τυχερή. Έσπασε μόνο ένα χέρι. Σε λίγες μέρες θα μπορεί να φύγει. Απλά θα βρίσκεται σε μία δυσάρεστη κατάσταση γιατί έχει πολλούς μώλωπες. Δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο όμως. Δεν θα μπορούσε να βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση. >>

 Ο Άρης ένιωσε όλο το σώμα του να ηρεμεί. << Σας ευχαριστώ πολύ. Μπορώ να τη δω;>> ψιθύρισε. Ο γιατρός του χαμογέλασε.

 << Κοιμάται. Φαντάζομαι θα χαρεί να σε δει δίπλα της όταν ξυπνήσει. Πήγαινε. >>

 Αμέσως, και σαν για να μην χάσει ούτε ένα δευτερόλεπτο, με ένα πολύ γρήγορο βηματισμό μπήκε στο δωμάτιό της και έκατσε στην καρέκλα δίπλα από το κρεβάτι της.

 Πήρε τηλέφωνο τον Μάρκο, του είχε ζητήσει να πάει το Λουκά στο σπίτι και να τον προσέξει ενώ ο Ορέστης ήταν υπεύθυνος να ενημερώσει το ίδρυμα « Ήλιε Χαμογέλα » πως θα έπαιρνε τη θέση της Δανάης σήμερα γιατί εκείνη δεν μπορούσε να τους βοηθήσει. Όμως είχε υποσχεθεί και στους δύο να τους ενημερώσει για την κατάστασή της.

 Ο Μάρκος έκανε κάτι σαν πάρτυ όταν το έμαθε, μάλλον χορεύοντας με τον Λουκά αν ο Άρης είχε καταλάβει καλά από τη συνομιλία τους, ενώ ο Ορέστης υποσχέθηκε να της φτιάξει ένα πορτραίτο που θα έπιανε έναν ολόκληρο τοίχο και θα τον έβαζε στην έκθεσή του. Και οι δύο ωστόσο συμφωνούσαν στο να καταριούνται την Εύη.

 Ο Άρης σταμάτησε τα τηλεφωνήματα και κοίταξε το πρόσωπό της. Είχε σε πολλά σημεία γάζες, που κοκκίνιζαν καθώς περνούσαν τα λεπτά, κι όμως, ακόμη του φαινόταν η πιο όμορφη κοπέλα που είχε δει ποτέ. Τα μάτια της πετάρισαν έτοιμα να ανοίξουν και εκείνος της χαμογέλασε, όχι για να τον δει χαμογελαστό όταν ξυπνήσει, αλλά επειδή χαιρόταν που άνοιγε τα μάτια της.

 Της χάιδεψε το χέρι. << Καλημέρα νάνε. Με τρόμαξες πολύ το ξέρεις; >>

 Η Δανάη άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε περίεργη. << Ποιος είσαι; >> τον ρώτησε παραξενεμένη και ο Άρης ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια του.

 Ο Μάρκος πήρε στην αγκαλιά του το Λουκά. << Μικρέ, μείναμε οι δυο μας σήμερα. >> είπε και είδε τη Λάκτα να έρχεται χαρούμενη κουνώντας την ουρά της και βγάζοντας έξω τη γλώσσα της. << Σχεδόν. >> αναστέναξε. Ο Λουκάς κατέβηκε απότομα από την αγκαλιά του και έκατσε στο πάτωμα πειράζοντας τη Λάκτα.

Δεσμός ΟνείρωνWhere stories live. Discover now