Κεφάλαιο 46

7.1K 550 16
                                    

Η Αθηνά άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε γύρω της. Βρισκόταν σε αμάξι και μάλιστα στο  αμάξι του Άρη, που καθόταν στη θέση του οδηγούκαι την κοίταζε με σκληρό βλέμμα.

"Συνήλθες;" τη ρώτησε παγερά.

Η Αθηνά ανακάθισε στο κάθισμά της και έστρωσε τα ρούχα της. "Ναι."

"Ωραία, γιατί πρέπει να φύγω. Να τρως και να ξεκουράζεσαι, μην κάνεις τους άλλους να ανησυχούν για σένα." Είχε γυρίσει το κεφάλι του μπροστά και κοίταζε έξω από το τζάμι σα να τον ενοχλούσε η παρουσία της.

"Συγνώμη, που σε καθυστέρησα, βλέπεις ήταν κάτι που δεν μπορούσα να το ελέγξω."  Είπε πικαρισμένη και άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου. "Θα μπορούσες να είχες αφήσει τον Δημήτρη να με κουβαλήσει για να μην καθυστερήσεις."

Βγήκε από το αυτοκίνητο και έκλεισε με δύναμη την πόρτα. Ο Άρης έξω φρενών βγήκε και εκείνος και της είπε: "Και εγώ αυτό θα προτιμούσα αλλά έπεσες στη δική μου αγκαλιά."

Ακόμη και αν ο Άρης έλιωνε κάθε φορά που την κοίταζε και δεν ήθελε να αφήσει κανέναν άλλο να την ακουμπήσει, δεν θα της επέτρεπε να δει την αδυναμία που της είχε και δε θα της έδινε την ευκαιρία να τον ξαναεγκαταλείψει, σαν την μητέρα του. Αυτή τη φορά θα την άφηνε εκείνος. Μπήκε στο αμάξι και πατώντας το γκάζι εξαφανίστηκε. Η Αθηνά έμεινε πίσω να τον κοιτάζει πληγωμένη από τη συμπεριφορά του.


Οι επόμενες δύο εβδομάδες στο σπίτι της Αθηνάς ήταν δραματικές. Η μαμά της δεν μπορούσε να συνέλθει από τον χαμό του πατέρα της, αν και η ίδια δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Ανησυχούσε όμως για την Μαρία που έδειχνε να βυθίζεται όλο και περισσότερο στη θλίψη. Η Αθηνά έκανε ότι μπορούσε για να την βοηθήσει να συνέλθει αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Όταν σταμάτησε να τρώει και δεν ήθελε να σηκωθεί από το κρεβάτι, η Αθηνά την πήγε στον γιατρό που της έδωσε ηρεμιστικά.


"Πότε θα επιστρέψεις; " Ο Τζέιμς είχε αγχωθεί αφού η δουλειά είχε μείνει πίσω, αλλά η Αθηνά δεν μπορούσε να φύγει και να αφήσει την μητέρα της. Θα έπρεπε ή να την πάρει έξω μαζί της ή να μείνει  μόνιμα και η ίδια στην Ελλάδα.

"Δεν ξέρω και δεν ξέρω αν θα μπορέσω να επιστρέψω καν. Η μητέρα μου δεν είναι καλά. Μπορεί να χρειαστεί να μείνω στην Ελλάδα και να δουλεύω από εδώ."

Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, ήθελε να πάρει λίγο αέρα. Είπε στην οικονόμο που έμενε πια μόνιμα μαζί τους, οτι θα έβγαινε και να προσέχει τη μητέρα της, ενώ εκείνη πήρε τη χοντρή ζακέτα της και έφυγε.

ΤΟ ΚΛΕΙΔΙDonde viven las historias. Descúbrelo ahora