Πρώτο γράμμα: «Θυμάσαι; Συνήθιζες να με αγαπάς-μισείς»

150 32 19
                                    

Αλλά, ας το πάρουμε λίγο πιο αναλυτικά.

Κάποτε, ξέρεις είχες κερδίσει μέχρι και τη συμπάθεια των γονιών μου.

Πάντοτε όμως, έβγαζες αυτήν την αντιπάθεια-λατρεία στο πρόσωπο μου. Αυτή η ανταγωνιστικότητα σου με είχε φέρει στα όρια μου. Κάθε χρόνο γινόσουν χειρότερη από ο,τι πίστευα. Και πες με διπρόσωπη, μα εγώ ανησυχούσα όντως για εσένα.

Αν έπρεπε να σε χαρακτηρίσω, μάλλον το τρελή θα σου ταίριαζε περισσότερο κι από εμένα. Άλλωστε, εγώ δεν ήμουν η τρελή που απομακρυνόταν από όλους, άκουγε μόνιμα μουσική, είχε φίλους από το διαδίκτυο και ενδιαφέρονταν για εκείνους; Άλλωστε, εγώ δεν ήμουν εκείνη που είχε περισσότερες αληθινές φίλες και περισσότερη «πέραση»,  ως άτομο; Άλλωστε, εγώ δεν ήμουν εκείνη που σε έκανε παρέα, γιατί με τον τρόπο σου τους είχες διώξει όλους από δίπλα σου; Άλλωστε, εγώ δεν ήμουν εκείνη που σε αγάπησε περισσότερο κι από τον εαυτό σου; Που σε έβαλε πιο πάνω από την μέχρι τότε κολλητή της; Που σε έβαλε πιο πάνω από τον αδερφό της και τους γονείς της; Που σε χρειαζόταν; Που σε ειχε θεοποιήσει;

Κι εσύ ξέρεις τι έκανες;
Με έφτυσες.
Με πρόδωσες.
Μου πήρες τον κόσμο κι έφυγες.
Ναι, δε θυμάσαι; Έφυγες. Εσύ έφυγες. Κι εγώ έπεσα. Όχι μόνο στην τρύπα της κακίας σου, της ασχήμιας σου και της παγίδας σου. Σε κάτι με το οποίο παλεύω ακόμη τα βράδια. Είναι φορές που ακόμη νιώθω άρρωστη, αηδιασμένη απο οτιδήποτε φέρνει στο νου μου την ύπαρξη σου.

Φεύγοντας, συνειδητοποίησα πόσο ασυνείδητα καλά σχεδιασμένο ήταν. Προς τι όλη αυτή η κακία, αγαπημένη μου φίλη; Προς τι τόση απάτη και πλάνη; Προς τι τόση ζήλια για τη ζωή μου;

Δεν είχα τίποτα παραπάνω από εσένα, η ζωή μου ήταν φθηνή κι όμως τα ήθελες όλα αχόρταγα. Το είναι μου όλο να φορούσες, το όνομά μου να αποκτούσες, δεν θα σου έφτανε.

Αυτή είναι περίοδος αυτοκτονίας. Του παλιού σου εαυτού.

Γλυκιά μου φίλη,

Καμία λέξη δε θα έφτανε να σε περιγράψει. Με αγαπούσες, έλεγες. Με μισούσες, εννοούσες. Καμιά βωμολοχία δεν είναι αρκετή κι ωφέλιμη. Δε θα αλλάξεις ποτέ.

Σταμάτα να λες πόσο στεναχωρημένη είσαι και να φαίνεσαι εσύ αηδιασμένη με εμένα.

Το ερώτημα όμως, δεν είναι μονάχα ένα. Με διακατέχει καταιγισμός ερωτήσεων. Και καταιγίδα έγινε ο καταιγισμός.

Γιατί μου τα έκρυψες όλα; Γιατί δύο χρόνια που με κρατούσες σε απόγνωση, δεν άνοιγα τα μάτια μου; Πάνε έξι χρόνια που σε ξέρω κι ήταν αρκετά για να με κάνεις να με σιχαθώ. Γιατί δεν έμαθα την αλήθεια από το δικό σου στόμα;

Ξέρουμε πόσο σε καίει που προχώρησα. Γιατί, όσες φίλες κι αν μου κλέψεις, όσο κι αν προσπαθήσεις να μου μοιάσεις, όσους έρωτες κι αν τελειώσεις, πάντα θα μένεις η ίδια κοπέλα. Το ίδιο άτομο που δε θα ξεχωρίζει στο πλήθος. Το ίδιο ατομο με την τιποτένια προσωπικότητα.

Μη με ξανα αγγίξεις. Σκίσε όλες τις φωτογραφίες που είχαμε βγάλει, πέτα όλα τα δώρα που σου είχα αγοράσει, γράμματα ευτυχώς δε σου είχα γράψει. Ήξερα να μετριάζω τα αισθήματα μου, μέχρι τώρα.

Υπόσχομαι πως δε θα μιλήσω για εσένα, δε σου αξίζει ούτε μία λέξη. Άφησε με ήρεμη μόνο.

Μη με ξανασκεφτείς. Γιατί κάθε φορά που το κάνεις, νιώθω εκείνη την ανατριχίλα στην πλάτη.

Σε αγαπούσα κάποτε, σε μισούσα κάποτε, λυπάμαι για εμένα, για εσένα και την ψεύτικη φιλία μας. Και σκέψου ότι δεν είχαμε τσακωθεί ποτέ. Λυπάμαι και συγγνώμη.

Συγγνώμη που ήμουν αληθινή απέναντι σου.

Υ.Σ ευχαριστώ για το ηθικό δίδαγμα. Εξαιτίας σου δεν εμπιστεύομαι κανέναν!

Με αγάπη,
η κάποτε φίλη σου
η κάποτε κολλητή σου
η κάποτε αδερφή σου
η κάποτε εχθρός σου
η τωρινή σου ξένη

ΓράμματαDonde viven las historias. Descúbrelo ahora