Έρχεται η στιγμή που η σιωπή ουρλιάζει.
Αιμορραγούν οι σκιές αναμνήσεων πάνω στους τοίχους,
δίχως παράθυρα διαφυγής.
Πού να πάει άλλωστε μια σκιά αφού έμαθε καρφωμένη στην όψη σου;
Πού να σταθεί αν δεν τραφεί απ' το ευγενικό σου ήθος;
Είχες κάποτε τόσο φιλόξενες προθέσεις..
Νόμιζες πως μπορούσε το ουράνιο τόξο να σ'αγγίξει χωρίς να καείς.
Ξάπλωσες σαν παιδί να κάνεις φίλους σου τα χρώματα.
Κακόμοιρο κορίτσι!
Ακόμη κλαις δίχως μάτια.
Στα γρατζούνισαν οι αντανακλάσεις των φώτων.
Έπαιζαν κι αυτά.
Ήθελαν τα μάτια σου.
Ήταν ασυνήθιστο χρώμα και τους έλειπε.
Το σκοτάδι τις νύχτες πια σε σκεπάζει, όπως το φάρμακο μια ασθενική ύπαρξη.
Είσαι γενναία τώρα.
Ξέρεις πως και τ'άστρα ξεγελούν με τέτοια ομορφιά.
Δεν μπορεί να τα δεις, αλλά θυμάσαι το κάψιμο των βολβών σου.
Κι ας είναι ακόμη το σκοτάδι, οι σκιές, τιμωρός
κάτω απ' τις σκέψεις σου.
Ας είναι οι ήχοι απ' τους λυγμούς εκείνης της μέρας αγκάθια
πλεγμένα με ιριδίζουσες ίνες πάνω στην καρδιά σου.
Αrtwork by Victoria Frances
© Myra. Όλα τα δικαιώματα κατοχυρωμένα.