2. Λίλιαν

39 6 0
                                    



  Χρειάστηκαν μερικά λεπτά για να μπορέσει η Μίνα να συνέλθει. Το αγόρι είχε βυθίσει τους κυνόδοντες του στην σάρκα του λαιμού της για ελάχιστα δευτερόλεπτα και είχε καταφέρει να πιεί μερικές μονάχα σταγόνες από το πολύτιμο αίμα της πριν χάσει για ακόμα μια φορά τις αισθήσεις του. Ωστόσο, αυτό της είχε χαρίσει μια ελαφριά ζαλάδα και μια αίσθηση ευχαρίστησης είχε πλημμυρίσει όλο της το κορμί. Σηκώθηκε αργά και, αφού βεβαιώθηκε ότι τα πόδια της ήταν ικανά να στηρίξουν το βάρος της, έπιασε το αγόρι και ξεκίνησε να βαδίζει προς την θάλασσα, αφήνοντας πίσω της το σκοτεινό δάσος. Προχωρούσε προς το καταφύγιο της. Στο μόνο μέρος που μπορούσε να είναι ο εαυτός της. Δεν το είχε μοιραστεί ποτέ με κανένα αλλά η κατάσταση απαιτούσε δραστικά μέτρα και γρήγορες κινήσεις. Ποιος μπορούσε να γνωρίζει εάν υπήρχε κάποιος λύκος εκεί κοντά;

Κατάφερε να φτάσει χωρίς κανένα πρόβλημα μπροστά στην ογκώδη πέτρα στην άκρη της ακροθαλασσιάς. Ήταν στους πρόποδες του ψηλότερου γκρεμού του νησιού, ανάμεσα σε 2 ψηλές πέτρες, λαξευμένες από την θάλασσα και τα ψηλά βράχια που τους περιτριγύριζαν, τους έκρυβαν από όλα τα αδιάκριτα μάτια. Αυτό ήταν το μυστικό μέρος της μητέρας της. Της το είχε περάσει στις αναμνήσεις της μέσω του αίματος της λίγο πριν πεθάνει. "Μόνο εκείνοι με το αίμα του Βλάντιμιρ μπορούν να εισέλθουν". Τούτη η φράση είχε χαραχτεί ανεξίτηλα στο μυαλό της από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Κοίταξε το αγόρι στην αγκαλιά της · ήταν ακόμα αναίσθητος και δεν έδειχνε σημάδια ότι θα επανερχόταν σύντομα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε προς το αδιέξοδο. Οι σκέψεις της πετούσαν στην οικογένεια της αναπόφευκτα από την στιγμή που είχε έρθει σε τούτο το μέρος. Μια οικογένεια βρικολάκων δεν ήταν δα και τόσο παράξενο θέαμα σε ένα μέρος που φημολογούνταν σχεδόν από τον μεσαίωνα ότι διοικούνταν από βρικόλακες. Τόσα άλλα είδη ζούσαν σε αρμονία γιατί όχι και αυτοί; Γιατί να έχουν επωμιστεί το βάρος της υπερφυσικής ισορροπίας;

Η Μίνα προχώρησε προς τον βράχο σαν αυτός να μην της έφραζε το δρόμο. Το μαγικό εμπόδιο παραμέρισε στο διάβα της και τα δυο παιδιά βρέθηκαν στο καταφύγιο της. Άφησε το αγόρι στο κρεβάτι και κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα του να πάρει μια ανάσα. Αναμνήσεις από τα δαιμονικά κτήνη που είχαν ξεκληρίσει την οικογένεια της ξεθάφτηκαν στην όψη του γαλήνιου προσώπου του. Δεν θυμόταν την τελευταία φορά που είχε δει κάποιον να μην μπορεί να θεραπευτεί γρήγορα. Τουλάχιστον μη-θνητό, γιατί ακόμα μπορούσε να νιώσει την αίσθηση των κυνόδοντων του να μπήγονται στο δέρμα της. Διχαζόταν ωστόσο. Εάν οι υποψίες της ήταν σωστές και το αγόρι που βρισκόταν ξαπλωμένο μπροστά της ήταν δαίμονας, πως είχε καταφέρει να εισέλθει από την ασπίδα του καταφυγίου; Η Κάιλα είχε δημιουργήσει αυτήν την ασπίδα να μπορεί να διαπεραστεί αποκλειστικά από εκείνους με το αίμα του Βλάντιμιρ στις φλέβες τους αλλά την ίδια στιγμή, να αποκλείει οποιονδήποτε με το αίμα του Λούσιφερ. Η Μίνα αναστέναξε και εγκατέλειψε την προσπάθεια να καταλάβει τι έτρεχε με το άγνωστο αγόρι. Σηκώθηκε και προχώρησε προς το μπάνιο, για να γυρίσει λίγα λεπτά αργότερα με μερικούς επιδέσμους και ιώδιο. Ξεκίνησε να καθαρίζει τις πληγές του και ύστερα να τις καλύπτει με μερικές αποστειρωμένες γάζες. "Πολύ πρόχειρη δουλειά για λύκο..." σκέφτηκε ενώ γυρνούσε το πρόσωπο του στο πλάι για να επιθεωρήσει καλύτερα τα τραύματα του...

Η καταραμένη βασίλισσαWhere stories live. Discover now