3. Πείνα

30 6 0
                                        


«Λίλιαν...» δοκίμασε το όνομα του στη γλώσσα της. «Όπως το λουλούδι; Μου αρέσουν πολύ τα λουλούδια!» Το αγόρι την κοίταξε και χαμογέλασε δειλά. Φαινόταν τόσο γλυκιά και αθώα, με τα μεγάλα μάτια της στο χρώμα του πάγου και όμως, πριν μερικές ώρες την είχε δει να παλεύει και να κομματιάζει το θύμα της. Ένα θύμα όμως που για εκείνον ήταν θύτης. Οι μακριές ξανθές μπούκλες της έφταναν στο ύψος της μέσης της και τώρα ήταν καλυμμένες με το αίμα της και το αίμα του θύτη του. Τα μεγάλα γκρίζα μάτια της τον κοιτούσαν με περιέργεια και του χαμογέλασε. Το χαμογελό της... Θεά, πως γινόταν να είναι πλάσμα του σκότους με τέτοιο χαμόγελο; Φώτιζε το δωμάτιο με το χαμόγελο της. Και κάπως έτσι ένιωσε την παλάμη του να φλέγεται να την αγγίξει. Να ακουμπήσει ξανά το δροσερό δέρμα της και να την καθησυχάσει. Θα έφτανε στην άκρη του κόσμου για εκείνη. Τι στο καλό; Ούτε καν την ήξερε. Έσφιξε τα χέρια του σε γροθιές και προσπάθησε να ελέγξει την παρόρμηση του. Του φέρθηκε σαν ίσο, τον φρόντισε και ούτε καν ήξερε ποιος είναι. Άραγε θα έτρεχε μακριά του εάν μάθαινε; Θα τρόμαζε ή θα προσπαθούσε να τον σκοτώσει; Όμως... όμως δεν μπορούσε να σταματήσει να την κοιτάζει. Φαινόταν τόσο αιθέρια. Θεϊκή. Έπρεπε να συνεχίσει να μιλάει. Δεν έπρεπε να ξεφύγει από τον ειρμό του προσώπου... Της σκέψης του. Τον ειρμό της σκέψης του. Πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Η μητέρα μου λάτρευε τους κρίνους. Έτσι αποφάσισε να με ονομάσει Λίλιαν...» ήταν χαζή ιστορία και το ήξερε. Θα γελούσε μαζί του όπως όλοι οι άλλοι; Θα τον κορόιδευε; Ήταν το πιο σημαντικό κομμάτι του παρελθόντος. Η μόνη ανάμνηση από εκείνη. Η μόνη ανάμνηση γενικά. Θα τρελαινόταν εάν και εκείνη...

«Στο μέρος που μένω έχουμε πολλούς κρίνους. Για αυτό το αναγνώρισα...» η φωνή της έσβησε για λίγο. Ο Λίλιαν την κοίταξε με περιέργεια. Εκείνη άπλωσε το χέρι της και χάιδεψε τα μαλλιά του. «Ελπίζω να μην μαραθείς εάν δεν σε ποτίσω αρκετά!» γέλασε συγκρατημένα.

«Ίσως εάν με φροντίσεις αρκετά, θα μπορέσεις να με βάλεις στα μαλλιά σου σαν αξεσουάρ». Ξεσπάσανε και οι δυο σε ηχηρά γέλια. Ο Λίλιαν σταμάτησε πρώτος και πήρε μια σοβαρή έκφραση. Ήξερε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να ρωτήσει. Από την στιγμή που είχε φτάσει στο νησί δεν είχε καταφέρει τον στόχο του. Η Μίνα φαινόταν να γνώριζε το νησί. Θα μπροούσε να του απαντήσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα πριν μιλήσει. «Μίνα...» το όνομα της στην γλώσσα του ήταν τόσο ξένο. Τόσο διαφορετικό από τις λέξεις που είχε συνηθίσει να ξεστομίζει. Ήταν γλυκό, εξωτικό και πλούσιο. Είχε μια κρυμμένη χάρη, μια πολυτέλεια. «Ξέρω ότι θα ακουστεί παράξενο, μιας που μόλις σε γνώρισα αλλά, θέλω να σου ζητήσω μια χάρη...» Η κοπέλα τον κοίταξε μπερδεμένη. «Είναι απαραίτητο να φτάσω στο κάστρο στο τέλος του δάσους» της είπε με μια ανάσα.

Η καταραμένη βασίλισσαWo Geschichten leben. Entdecke jetzt