8. Αντίστροφη μέτρηση

13 2 0
                                    

Lilian's POV

Κούμπωσα τα κουμπιά με άχαρες κινήσεις. Τα χέρια μου είχαν μάθει σε μαχαίρια και χειρωνακτικές δουλειές. Δεν είχε χρειαστεί να τα χρησιμοποιήσω ποτέ ξανά για μια τόσο λεπτεπίλεπτη δουλειά. Το ύφασμα είχε μια υπέροχη, μεταξένια υφή κάτω από τα δάχτυλα μου και δεν το χόρταινα. Ήταν ότι πιο καθαρό και λευκό είχα ποτέ στην κατοχή μου. Αλλά και πάλι... 

Δεν ήταν δικό μου. Τίποτα από αυτά δεν ήταν δικό μου. Για μια στιγμή είχα απολαύσει την πολυτέλεια. Την μαρμάρινη μπανιέρα. Το ξύλινο δάπεδο. Τα μεγάλα ανοιχτά παράθυρα που άφηναν τόσο φως να μπει μέσα. Το φως. 

Ο λύκος μέσα μου τέντωσε τα πόδια του αφήνοντας τον ήλιο να χαϊδέψει το δέρμα μου και κατ' επέκταση το δικό του ενώ έβγαινα από το μπάνιο. Έμεινα να κοιτάζω τα παγωμένα σύννεφα να ταξιδεύουν στον ουρανό ενώ το κρύο αεράκι του Νοέμβρη μυρμήγκιαζε το δέρμα μου. Δεν ένιωθα το κρύο. Ποτέ μου δεν το είχα νιώσει. Το πυκνό τρίχωμα της λυκίσιας μορφής με προστάτευε όταν ήμουν μικρότερος στα υγρά υπόγεια της Λάβεντερ όσο για την θερμοκρασία του σώματος μου, αυτή παρέμενε πάντα σταθερά στους 39 βαθμούς σε οποιαδήποτε μορφή. 

Το πετράδι στο στήθος μου με τράβηξε και ασυναίσθητα έφερα την παλάμη μου πάνω του. Είδα το αίμα μέσα του να κυλάει, να στροβιλίζεται και να χάνεται, τροφοδοτώντας τις φλέβες μου με ζωή. Μια ζωή που έμοιαζε να με εγκαταλείπει σιγά σιγά μαζί με τις δυνάμεις μου. Το κολύμπι από το λημέρι της Λάβεντερ είχε κρατήσει πάνω από δυο ώρες και τα κύματα προσπάθησαν να με πνίξουν παραπάνω φορές από το νούμερο που είχα μάθει να μετράω. Η αντοχή μου ολοένα και έπεφτε. Το ένιωθα στις αισθήσεις μου που με πρόδιδαν. Στο σώμα μου που είχε καταρρεύσει το προηγούμενο βράδυ. Στα χέρια μου που τρέμανε ενώ προσπαθούσα να κουμπώσω το πουκάμισο. 

Ωστόσο, ο πόνος είχε υποχωρήσει. Το ίδιο και οι ψίθυροι στο κεφάλι μου. Ήταν οι πιο ήρεμες στιγμές μου μετά το αδιάκοπο μουρμουρητό και τον πόνο των 2 εβδομάδων. Είχα χρόνια να αισθανθώ τόσο χαλαρός. Βρισκόμουν ακόμα σε εγρήγορση για παν ενδεχόμενο φυσικά αλλά αυτό το συναίσθημα ασφάλειας και νηνεμίας ήταν τόσο όμορφο. Τόσο πρωτόγνωρο. Τόσο καθησυχαστικό. Και αυτή η μυρωδιά που με έκανε να χάνομαι σε αναμνήσεις που πάλευαν να ξυπνήσουν από τον λήθαργο... Αναστέναξα και κοίταξα την ώρα. 

Μετά το μπάνιο είχα ξαπλώσει στο χνουδωτό χαλί μπροστά στο τζάκι. Η φωτιά που έκαιγε δυνατά με νανούριζε και είχα κοιμηθεί εκεί, τυλιγμένος με μονάχα μια πετσέτα γύρω από την μέση μου. Αυτό, είχε ως αποτέλεσμα μικρά τουφάκια από τα μαλλιά μου να έχουν αποκτήσει δική τους θέληση και να μην τιθασεύονται όση προσπάθεια και να είχα καταβάλλει. Η Κέιλα μου είχε πει ότι το δείπνο θα σερβιριζόταν στις 8. Και εγώ εδώ και μισή ώρα προσπαθούσα να κατεβάσω μια τούφα που πετούσε σαν κέρατο στην κορυφή του κεφαλιού μου. Ξεφύσηξα και τα παράτησα. Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη, αποφάσισα ότι ήμουν αρκετά ευπαρουσίαστος. Εξάλλου, δεν είχε και πολύ σημασία σωστά; 

Κατέβηκα την σκάλα με γρήγορα βήματα και η μυρωδιά του ψητού κρέατος έφερε σάλια στο στόμα μου. Έκανα να ακολουθήσω την μυρωδιά αλλά ένας ψεύτικος βήχας με εμπόδισε. Γύρισα προς την πηγή του ήχου για να δω τον Τορμέντορ να στέκεται σε μια πόρτα στο τέλος του δωματίου.

« Ελπίζω να ξεκουράστηκες. Το δείπνο θα σερβιριστεί στην τραπεζαρία» μου είπε και μου έδειξε την πόρτα στην οποία στεκόταν μπροστά. Ακολούθησα την εντολή του γυρίζοντας τα μάτια μου ώστε να δείξω την αποδοκιμασία μου και κοντοστάθηκα στην είσοδο του δωματίου. Το δωμάτιο ήταν ημικυκλικό. Η μια πλευρά ήταν όλη καλυμμένη με παράθυρα ενώ όλα είχαν εσωτερικές θέσεις που είχαν καλυφτεί με μαξιλάρια και πλούσια υφάσματα στο χρώμα της πορφύρας. Ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι στο χρώμα του έβενου κοσμούσε την μέση του δωματίου ενώ μεγάλοι πίνακες κοσμούσαν τους τοίχους.  Το πιο εντυπωσιακό όμως, ήταν ένας τεράστιος κρυστάλλινος πολυέλαιος ακριβώς επάνω από το ταβάνι. Δεν είχε χρώμα, ήταν διάφανος ενώ οι απλίκες του είχαν σχήμα μικρών νυχτερίδων. Ήταν απίστευτα όμορφος και απίστευτα χαριτωμένος συνάμα. «Εντυπωσιακό έτσι;» Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά εντυπωσιασμένος και έσπευσα να κάτσω στην καρέκλα που μια κοπέλα είχε τραβήξει για εμένα. Ο Τορμέντορ καθόταν στην κορυφή του τραπεζιού ενώ εγώ στα δεξιά του, τέσσερις καρέκλες μακριά του. Μοιραζόμασταν κλεφτές ματιές για αρκετά λεπτά ώσπου να ξεφυσήξω ανυπόμονα.

«Θα περιμένουμε πολύ ώρα; Τι ακριβώς περιμένουμε;» Ο Τορμέντορ κοίταξε το ρολόι του και δεν μου απάντησε. Την προσοχή μου κέντρισε ο πίνακας από πίσω του. Ήταν ένα πορτραίτο. Τώρα που το παρατηρούσε καλύτερα, όλοι ήταν πορτραίτα  και τοπία. Ένας επιβλητικός άντρας με κοιτούσε μέσα από τον πίνακα. Η αύρα του εξέπεμπε δύναμη και ανωτερότητα. Το βλέμμα του ήταν αυστηρό. Άγριο. Ενώ αυτό το ξεθωριασμένο γαλάζιο χρώμα των ματιών του, κάπου το είχα ξαναδει. Δίπλα του, μια γυναίκα ένα κεφάλι πιο κοντή, με πλούσια, μακριά, μαύρα μαλλιά χαμογελούσε καλοσυνάτα. Τα ζεστά καστανά μάτια της ήταν γεμάτα αγάπη και συμπόνια. Στην αγκαλιά της κρατούσε ένα κοριτσάκι. Δεν θα ήταν πάνω από 5 χρονών και χαμογελούσε και αυτό στον φακό. Ήταν μια μικρή εκδοχή της μαυρομάλλας γυναίκας. Ένας κόμπος στάθηκε στον λαιμό μου ενώ έστρεψα το βλέμμα που πάλι στον άντρα. Όχι. Αυτά τα μάτια, αυτά τα χρώματα...

«Όχι...» ψιθύρισε ενώ πανικός με κατέβαλλε

« Τρία. Δυο. Ένα» μέτρησε ο Τορμέντορ και η φιγούρα που εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας με έκανε να πέσω στην πλάτη της καρέκλας παραιτημένος.

Η καταραμένη βασίλισσαOù les histoires vivent. Découvrez maintenant