Ήταν όμορφα.
Πολύ όμορφα.
Το χιόνι είχε αρχίσει να πέφτει πιο πυκνό εδώ και ώρα και οι κορυφές των δέντρων είχαν τώρα καλυφθεί από τις λευκές νιφάδες. Ήταν τόσο... αγνά.
Ναι, αγνά. Μια λέξη που την αισθάνθηκα περίεργη στην άκρη της γλώσσας μου. Σχεδόν με έκαψε. Τίποτα δεν ήταν αγνό πια. Όχι το κάστρο, όχι η Λάβεντερ και σίγουρα όχι εγώ. Έχοντας ακουμπήσει το κεφάλι μου στο κρύο τζάμι παρακολουθούσα καθώς το σκοτεινό δάσος από κάτω μου παραδίνονταν στην δύναμη του λευκού θεού. Προστατευμένος πίσω από τους πέτρινους τοίχους και με την φωτιά να σιγοκαίει σταθερά, δεν μπορούσα να μην σκεφτώ τα υπόλοιπα παιδιά που δεν είχαν την τύχη μου. Ήταν ακόμα σκλαβωμένα στα βρωμερά υπόγεια της Λάβεντερ. Μπορεί να μην είχα πιστέψει εξ ολοκλήρου την πλευρά του Τορμέντορ και την ανάγκη του να μου παρουσιάσει την βασίλισσα θύμα, λογικά σε μια προσπάθεια να την συμπαθήσω, αλλά όσο το σκεφτόμουν, τόσο περισσότερο κατέληγα στο γεγονός ότι η Λάβεντερ είχε δηλητηριάσει το μυαλό μου.
Η εμμονή της με την τάχα «προστασία» μας και οι συνθήκες ζωής, η άνεση με την οποία ξεφορτωνόταν τα πτώματα των παιδιών στην αρένα και η ακατάπαυστη λύσσα της στην εκπαίδευση μας... Για να μην αναφερθούμε στην ημέρα της «ενηλικίωσης» μας. Το μυαλό μου δούλευε τόσο όσο ποτέ άλλοτε. Ήμουν τόσο απορροφημένος στην σκέψη μου που δεν άκουσα το ελαφρύ χτύπημα στην πόρτα. Μονάχα όταν η πόρτα άνοιξε και η μυρωδιά του αίματος εισέβαλε στο δωμάτιο γύρισα να κοιτάξω προς το μέρος της.
Η Μίνα έκλεισε την πόρτα πίσω της και με κοίταξε. Δεν είχε πλέον τον ίδιο επιβλητικό αέρα που είχε νωρίτερα αλλά δεν ήταν και το κορίτσι που είχα συναντήσει το προηγούμενο βράδυ.
«Ενοχλώ;» η φωνή της ήταν απαλή. Κουρασμένη. Την κοίταξα. Φορούσε ένα πλεκτό πανωφόρι και είχε τυλιγμένα τα χέρια της γύρω από τον κορμό της. Στο πέτο της είχε σταγόνες ξεραμένου αίματος. Το βλέμμα μου καρφώθηκε εκεί. Ο Ντάρκ μπορούσε να μυρίσει μόνο το δικό της αίμα. Είχε χτυπήσει ή...
«Σε χτύπησε;» ρώτησα ενώ την κοιτούσα καχύποπτα. Μάζεψε τον γιακά της με μια άχαρη κίνηση. Τι της έκανε αυτός ο δαίμονας; Ένιωσα το αίμα να βράζει στις φλέβες μου.
«Δεν του είπες για εχθές το βράδυ. Γιατί;»
«Μου αλλάζεις θέμα. Γιατί;» το χαμόγελο που απλώθηκε στα χείλη της φώτισε τα μάτια της που στο φως της φωτιάς έμοιαζαν διάφανα. Ασυναίσθητα ένα δειλό χαμόγελο απλώθηκε και στο δικό μου πρόσωπο. Οι μυς μου πόνεσαν από την προσπάθεια. Πόσο καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά που χαμογέλασα; Δυό χρόνια; Τρία; Έφερε το κάτω χείλος της ανάμεσα στα δόντια της και ο Ντάρκ άφησε ένα απαλό γαύγισμα. Γαύγισμα; Τι στο καλό;
YOU ARE READING
Η καταραμένη βασίλισσα
FantasyΈτος 2900. Ο πόλεμος ανάμεσα σε Παράδεισο και Κόλαση θα πάρει νέα τροπή. Ο Λούσιφερ απελευθερώνει τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα στην γη. Οι 7 πρίγκιπες της κόλασης και η μάχη που ξεκινά θα αποδεκατίσουν τον πληθυσμό της γης, αφήνοντας μόνο το 2% ζωντανό...