4. Η επιστροφή

39 5 0
                                    

  Η Μίνα στεκόταν στην άκρη του γκρεμού. Σε λίγη ώρα το πρώτο φως της ημέρας θα ξεπρόβαλε και μαζί με αυτό θα σφράγισε την καταδίκη της. Πόσες λάθος αποφάσεις; Πόσες φορές ακόμα θα ενεργούσε με βάση το συναίσθημα και όχι την λογική; Δεν άρμοζε στην θέση της. Δεν άρμοζε... ο απαλός ήχος των φτερών την έβγαλε απο τις σκέψεις της. Δεν χρειαζόταν να γυρίσει να κοιτάξει για να δει ποιος ήταν. 
  «Είναι ώρα να γυρίσουμε σπίτι...» η φωνή του Κρίστιαν ήταν απαλή. Σχεδόν εύθραυστη. Ήταν σαν να έχει ένα πληγωμένο ζώο μπροστά του που η παραμικρή κίνηση θα το τρόμαζε και θα το έβλαπτε. Μπορούσε να την δει να πηδάει απο αυτόν τον γκρεμό. Ήξερε οτι η πτώση δεν θα την της έκανε τίποτα. Ίσως να ανοιγε το κεφάλι της ή να εσπαγε καμία δεκαριά κόκαλα αλλά δεν θα πέθαινε. Όχι. Κανείς δεν μπορούσε να την σκοτώσει. Μπορούσε όμως να την πληγώσει θανάσιμα μέσα της και αυτό ήταν που τον πονούσε περισσότερο. Σαν φύλακας της, έπρεπε να είναι η φωνή της λογικής. Αλλά κατά πόσο ένας έκπτωτος μπορούσε να αποτελέσει φωνή λογικής;
  «Είναι έξαλλος;» ρώτησε η Μίνα. Ο Κρίστιαν την πλησίασε και τύλιξε τα ζεστά του χέρια γύρω απο το παγωμένο της κορμί, αφήνοντας ένα απαλό φιλί στον ώμο της.
  «Θα ήταν εάν το έσκαγες για πρώτη φορά. Νομίζω πλέον το έχει συνηθίσει. Ουτε καν σε  τιμωρεί πλέον...» της ψιθυρισε στο αυτί. Η Μίνα γέλασε ανόρεχτα. 
  «Ναι, ούτε καν με τιμωρεί...» έμεινε να κοιτάζει τον σκοτεινό ορίζοντα αμίλητη. Η Μίνα έγειρε στο ζεστό του άγγιγμα. Στο τρυφερό του χάδι. Το σκληρό του στέρνο είχε αποτελέσει το μαξιλάρι της χιλιάδες βράδια και τα δυο του χέρια το καταφύγιο της πολλές άγρυπνες νύχτες. Νύχτες που τα βασανιστήρια της δεν έλεγαν να κοπάσουν. Νύχτες που οι εφιάλτες της ήταν πιο ζωντανοί από ποτέ και στοιχιώνανε το μυαλό της. Έκλεισε τα μάτια της και αφουγκράστηκε την αλμύρα στον αέρα που γέμιζε τα ρουθούνια της. Το λευκό της φόρεμα ανέμιζε σε κάθε ρίπη ανέμου, μεταφέροντας σταγόνες αίματος σε κάθε κατεύθυνση. 
  «Πάμε σπίτι βασίλισσα μου. Χρειάζεσαι φαγητό και ένα μπάνιο. Δεν κερδίζεις τίποτα με το να μενεις εδώ. Γύρνα πίσω. Ο λαός σου σε χρειάζεται»  Τα μάτια της γυάλισαν στο φως της σελήνης και έσκυψε το κεφάλι της.
  «Ο λαός μου...» ψιθύρισε ενώ τα μάτια του Λίλιαν εισέβαλαν στο μυαλό της. 
  «Ναι βασίλισσα μου. Κοίτα τι έχεις καταφέρει. Κοντρα στους δυνάστες κατάφερες να δημιουργήσεις μια κοινότητα που σε λατρεύει σαν θέα. Μια κοινωνία που δεν βασιλεύει η απληστία και το μίσος αλλά η αλληλεγγύη και η αγάπη. Έχεις καταφέρει να κρατήσεις το σκοτάδι του κόσμου μακριά τους...» τα φώτα του χωριού απέναντι απο το νησί της ηταν σβηστά. Τα πλάσματα της ησύχαζαν βυθισμένα στην γαλήνη της νύχτας και της ασφάλειας που τους προσέφερε η παρουσία της. Εάν έφευγε όντως... 
  «Με τίμημα να κινδυνεύει να καταπιεί εμένα το σκοτάδι.»  Ο Κρίστιαν την γύρισε στα χέρια του και την κοίταξε στα μάτια. Επιασε με τις παλάμες της το αλαβαστρινο δερμα του προσωπου της και την χάιδεψε τρυφερά. Τα αλλόκοτα μάτια του την κοιτουσαν με ειλικρίνεια.
  «Μην λες τέτοια λόγια. Εγώ είμαι  εδώ. Θα κρατήσω το σκοτάδι μακριά.» Η Μινα έσπρωξε τα χέρια του απαλά.
  «Το σκοτάδι είναι μέσα μας, Κρίστιαν. Και η ψυχή μου δεν έχει βρει ακόμα το φως που θα ακολουθήσει για να βγει από την άβυσσο.» χαμογέλασε πλατιά. «Αυτό βέβαια εάν υποθέσουμε ότι έχω ψυχή. Κουράστηκα Κρίστιαν. Κουράστηκα να περνάω μέρα τη μέρα στο σκοτάδι μου. Κουράστηκα να περιμένω κάτι να αλλάξει. Κουράστηκα να προσπαθώ αλλά όλες οι προσπάθειες μου να πέφτουν στο κενό επειδή κάποιος άλλος αποφάσισε ότι θα ορίζει το πως θα ζήσω». 

Η καταραμένη βασίλισσαDonde viven las historias. Descúbrelo ahora