1. Άγνωστος

143 12 2
                                    


Κοίταξε πίσω του τρομαγμένος. Μπορούσε να ακούσει τα ποδοβολητά των διωκτών του και να μυρίσει στον αέρα την μυρωδιά τους αναμεμειγμένη με εκείνη της θάλασσας. Προσπάθησε να τρέξει πιο γρήγορα, να φτάσει πιο γρήγορα στον προορισμό του. Μπορούσε να διακρίνει καθαρά τώρα το επιβλητικό κάστρο που έστεκε σκοτεινό στην κορυφή του βουνού. Το ηθικό του αναπτερώθηκε, το ίδιο και οι δυνάμεις του όμως δεν ήταν αρκετό. Πυκνό σκοτάδι κάλυψε τα μάτια του και έπεσε αναίσθητος στο υγρό χώμα.

Η Μίνα δεν μπορούσε να μείνει σπίτι εκείνο το βράδυ. Σπίτι. Μια λέξη που δεν ταίριαζε στο κτίσμα στο οποίο είχε περάσει όλη της την ζωή. Από την Μαύρη Εξέγερση και μετά, αυτό το πλάσμα που είχε καταφέρει να σκοτώσει όλα τα αγαπημένα της πρόσωπα, είχε καταλάβει και το σπίτι της. Δεν μπορούσε να μείνει άλλο ένα βράδυ εκεί. Οι φωνές, οι αναμνήσεις... Ήταν πολύ για εκείνη.

Έτρεχε τώρα. Έτρεχε μέσα στο σκοτεινό δάσος με καυτά δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της θολώνοντας την όραση της. Σκόνταψε και ένιωσε το σώμα της να χτυπάει στο κρύο, σκληρό έδαφος. Γύρισε το κεφάλι της να δει πίσω της και τότε πρόσεξε τι ήταν αυτό στο οποίο είχε χτυπήσει. Είδε το σώμα ενός ανθρώπου να κείτεται με το στομάχι του στο έδαφος μερικά μέτρα μακριά της. Σηκώθηκε και κάλυψε την απόσταση που τους χώριζε. Έπεσε στα γόνατα δίπλα του για να το επιθεωρήσει. Φαινόταν για άνθρωπος και προσπάθησε να τον ξυπνήσει μιλώντας του. Δεν έλαβε απάντηση. Τον γύρισε έτσι ώστε η πλάτη του να ακουμπάει το έδαφος και τσέκαρε τον παλμό στο λαιμό του. Ήταν ακόμα ζωντανός.

Περιεργάστηκε για λίγο το πρόσωπο του. Φαινόταν πολύ νέος, με μαλλιά στο χρώμα της καραμέλες και έντονες γωνίες που αγριευαν το παιδικό πρόσωπο του. Φορούσε μαύρα, βρώμικα ρούχα και γύρω από τον λαιμό του είχε ένα μεταλλικό κολάρο με ένα αχνό γαλάζιο φως να αναβοσβήνει ρυθμικά στο περίτεχνο κούμπωμα. Μύρισε στον αέρα την έντονη οσμή του αίματος και συνοφρυώθηκε. Τι είχε γίνει εδώ;
Κοίταξε τριγύρω της για να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχε κανείς γύρω της όταν ένιωσε ζεστά δάχτυλα να τυλίγονται γύρω από τον καρπό της. Κοίταξε το χέρι της για να δει το αγόρι να παλεύει να πάρει ανάσα προσπαθώντας να ανοίξει τα μάτια του. Το χέρι του ήταν απίστευτα ζεστό σε σύγκριση με το δικό της και τον κοίταξε με απορία.

«Τρέξε...» ψιθύρισε ξέπνοο το αγόρι σε μια προσπάθεια να την προστατέψει. Η Μίνα τον κοίταξε με έκπληξη. Πως είχε καταφέρει να συνέλθει τόσο γρήγορα; Και τι της είχε ψιθυρίσει;

«Ορίστε;» τον ρώτησε χαμηλόφωνα. Είδε τα χείλη του να προσπαθούν να αρθρώσουν την λέξη ξανά αλλά δεν πρόλαβε.

Το σώμα της Μίνα τεντώθηκε από την ένταση όταν άκουσε τα βήματα κάποιου στο υγρό χώμα. Σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε τριγύρω φοβισμένη. Έπρεπε να τρέξει. Όμως... Το κράτημα του αγοριού γύρω από τον καρπό της άρχισε να χαλαρώνει. Ναι, δεν μπορούσε να τον αφήσει έτσι. Ήταν καθήκον της να τον προστατεύσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκε στα πόδια της την στιγμή που ένας τεράστιος μαύρος λύκος έβγαινε από τις σκιές και κατευθύνθηκε προς το μέρος της. Γρύλισε θυμωμένα και της έδειξε τα δόντια του έτοιμος για επίθεση. Δεν φοβόταν για εκείνη... Κοίταξε το αγόρι δίπλα της. Δεν μπορούσε να τρέξει ή έστω να περπατήσει. Επίσης, δεν μπορούσε να τον μεταφέρει καθώς φοβόταν για το τραύμα που δεν μπορούσε να εντοπίσει στο σώμα του και ας μύριζε το αίμα. Σήκωσε το γαλάζιο βλέμμα της σε εκείνο το μαύρο του λύκου. Αυτό διήρκησε μονάχα ένα δεύτερο, καθώς το επόμενο η Μίνα χαμογέλασε επικίνδυνα και οι ίριδες της εξερράγησαν σε μια κόκκινη θάλασσα.

Ο λύκος δεν φάνηκε να ταράζεται αλλά ούτε και εκείνη. Έκαναν και οι δυο αργά βήματα προς το μέρος του άλλου και όταν έφτασαν σχεδόν πρόσωπο με πρόσωπο, ο λύκος ούρλιαξε με το κεφάλι του στραμμένο στο ολόγιομο φεγγάρι. Η Μίνα δεν κουνήθηκε από την θέση και ο λύκος επιτέθηκε πρώτος προσπαθώντας να μπήξει τα νύχια του στην σάρκα της. Το απέφυγε με χάρη και προσγειώθηκε στα πόδια της χωρίς να ταραχτεί ούτε μια τρίχα από τα μαλλιά της και κοίταξε τον λύκο βαθιά στα μάτια. Επιτέθηκε ξανά, με το στόμα του ορθάνοιχτο όμως η Μίνα τον άρπαξε από το λαιμό και τον πέταξε μακριά της δίπλα στο σώμα του αναίσθητου αγοριού. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από φόβο συνειδητοποιώντας τι είχε κάνει και έτρεξε προς το μέρος τους, προσπαθώντας να προστατεύσει το αγόρι. Ο λύκος, έχοντας πληγωθεί ο εγωισμός του μη μπορώντας να επιτύχει καμία επίθεση στο κορίτσι, πλησίασε τον λαιμό του αγοριού και φανέρωσε τα δόντια του.

Εκείνη τα έχασε. Βλέποντας το αγόρι σε τέτοιο κίνδυνο το μυαλό της γέμισε αναμνήσεις που πάλευε να θάψει βαθιά. Όρμησε μπροστά με το στόμα της ορθάνοιχτο και βύθισε τα δόντια της στον λαιμό του λύκου. Εκείνος ούρλιαξε από τον πόνο ενώ εκείνη έφτυσε ένα μεγάλο κομμάτι σάρκας και λαιμού. Πίεσε με δύναμη το γόνατο της στην βάση της σπονδυλικής του στήλης και το έσπασε με μια ώθηση. Ο λύκος κλαψούρισε και προσπάθησε να φύγει από την θανάσιμη λαβή της αλλά κατάφερε μόνο να αφήσει την τελευταία του πνοή γρηγορότερα στα χέρια της. Εκείνη ακούμπησε το κομματιασμένο και άψυχο σώμα του στο έδαφος και γονάτισε δίπλα στο αγόρι. Κοίταξε γρήγορα το σώμα του, προσπαθώντας να εντοπίσει την πληγή που δημιούργησε ο λύκος στο κορμί του αλλά δεν βρήκε την παραμικρή γρατζουνιά. Τα ρούχα της είχαν λεκιάσει πλεόν από το αίμα του λύκου και μόρφασε στην αποκρουστική μυρωδιά που χτύπησε τα ρουθούνια της. Την ίδια στιγμή όμως, η ίδια μυρωδιά έκανε το αγόρι να ανοίξει διάπλατα τα μάτια του, να αρπάξει την Μίνα που πάγωσε από έκπληξη και να βυθίσει τα δόντια του στον λαιμό της.

Η καταραμένη βασίλισσαDonde viven las historias. Descúbrelo ahora