2

128 28 25
                                    

   Με τον Θάνο είχαν γνωριστεί στα 14. Σε μια περίεργη ηλικία που δεν ξέρεις ακριβώς τι είσαι, ποιος είσαι, ποιος θα ήθελες να είσαι. Είσαι περισσότερο το κενό καλούπι ενός ανθρώπου και περιμένεις από τη ζωή να σε γεμίσει. Η Διώνη ήταν αρκετά πράγματα τότε, πράγματα που δεν είχαν ή δεν έχουν μεγάλη σημασία. Καλή μαθήτρια, γλυκιά κοπέλα, ελάχιστα ακοινώνητη. Κυκλοφορούσε στο σχολείο με βιβλία παραμάσχαλα και μια τεράστια αρνητικότητα προς την ίδια τη σημασία της ύπαρξης. Έπαιρνε μέρος σε διαγωνισμούς φυσικής και καθόταν πάντα στο πρώτο θρανίο στο σχολείο και, όταν γυρνούσε το βράδυ σπίτι, άκουγε απαλή μουσική και ζωγράφιζε τις πολυκατοικίες έξω από το παράθυρο της.

   Ήταν στο ίδιο σχολείο από το δημοτικό αλλά σε διαφορετικά τμήματα, ίδιες τάξεις. Δεν του είχε μιλήσει ποτέ, δεν την είχε κοιτάξει ποτέ, δεν είχαν σκοντάψει ο ένας πάνω στον άλλον. Είχαν μονάχα καταλήξει στην ίδια ομάδα debate. Η Διώνη επειδή πάντα έπαιρνε μέρος και ο Θάνος, όπως της είπε αργότερα, επειδή δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει, επειδή ήθελε να αποδείξει πως μπορούσε. Και ύστερα είχαν καταλήξει σε ένα ταξίδι στο Μιλάνο μαζί με δεκαπέντε άλλα παιδιά που τσακώνονταν και πετάγανε ποπ κορν στο λεωφορείο. Έχασαν, προφανώς. Δεν είχαν εμπειρία, πρόθυμους καθηγητές, προπόνηση ή ιδιαίτερα ταλέντα στην ομάδα τους. Κανένας, όμως, δεν το είχα πάρει στα σοβαρά. Οι περισσότεροι είχαν έρθει για το ταξίδι. Κανένας πέρα από τη Διώνη, που είχε αποσυρθεί στη γωνία της με ένα βιβλίο μαθηματικών παραμάσχαλα, να μισεί τους πάντες με τα μάτια της.

   Ο Θάνος την είχε πλησιάσει. Επειδή βαριόταν και επειδή η ομάδα τραγουδούσε τον ίδιο σκοπό εδώ και πέντε λεπτά και ήταν ένα βήμα πριν πέσει ο ίδιος έξω από το παράθυρο από την πλήξη. Της το είπε όταν τον ρώτησε αργότερα γιατί της μίλησε τότε. «Δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω. Ήσουν η καλύτερη επιλογή», της είχε πει και η Διώνη είχε κουνήσει το κεφάλι της. «Δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω. Είσαι η καλύτερη επιλογή», της είχε πει επίσης, τρεις μέρες αργότερα, όταν της ζήτησε να τα φτιάξουν. Έτσι, επειδή βαριόταν. Και η Διώνη τον είχε κοιτάξει, τον είχε κοιτάξει καλά και ύστερα είχε βάλει τα γέλια. «Εντάξει», του είχε πει. Ήταν 14. Έπρεπε να αρχίσει να γεμίζει το καλούπι της. «Εντάξει».

«Θα πάω να πάρω τον Στέφανο από το αεροδρόμιο», της ανακοινώνει ο Θάνος. «Θέλεις να έρθεις;»

«Τον ρώτησες που θα κοιμηθεί;»

«Λογικά μαζί μας».

   Και η Διώνη κουνάει το κεφάλι της.

   Περνάει τις επόμενες τρεις ώρες περπατώντας πάνω-κάτω το δωμάτιο. Ο Λεωνίδας είναι στο γραφείο, βλέπει το αγαπημένο του παιδικό στην επανάληψη. Και η Διώνη περπατάει πάνω-κάτω. Γύρω από τον καναπέ, προς την μπαλκονόπορτα, πίσω από το τραπέζι. Αλλάζει τη θέση των βιβλίων στη βιβλιοθήκη: αλφαβητικά, χρωματικά, θεματικά. Αλλάζει τη θέση των φωτογραφιών. Μπροστά-μπροστά αυτές του Λεωνίδα. Εκείνη με την Αλεξία και τη Χριστίνα. Ο Θάνος με τους γονείς του. Η ίδια, ο Θάνος και ο Λεωνίδας. Και πίσω-πίσω: οι δυο τους με τον Στέφανο. Είναι μια φωτογραφία παλιά, προ Λεωνίδα. Την μετακινεί ξανά και ξανά και ύστερα απλώς την γυρίζει ανάποδα ώστε να μην φαίνεται.

   Ο Θάνος φαινόταν τόσο μακάρια αδαής όλη μέρα. Και η Διώνη έχει αρχίσει να αισθάνεται άσχημα: Και αν είναι υπερβολική; Και αν κάνει λάθος; Και αν του επιρρίπτει συναισθήματα που δεν του ανήκουν; Και αν δεν είναι αυτό; Και αν είναι κάτι άλλο; Και αν; Και αν. Και αν...

   Όταν χτυπάει επιτέλους το κουδούνι, νιώθει απελευθερωμένη. Μπορεί επιτέλους να αφήσει τα ινία της κατάστασης στη μοίρα.

«Τι κάνει ο άντρας μου;» φωνάζει ο Στέφανος καθώς σηκώνει τον Λεωνίδα στον αέρα. Τον γυρνάει γύρω-γύρω και το αγόρι γελάει, γελάει τόσο δυνατά. Είναι, άλλωστε, ο αγαπημένος του "θείος". «Πότε πρόλαβες να μεγαλώσεις. Έχει περάσει τόσος καιρός;»

«Έχουν περάσει πέντε μήνες», του υπενθυμίζει η Διώνη όταν επιτέλους αφήνει τον Λεωνίδα στο πάτωμα. Μπορεί να νιώσει τα μάτια του Θάνου πάνω της. Αναρωτιέται αν είναι τόσο προφανές.

«Ω αλήθεια», κάνει ο Στέφανος καθώς την πλησιάζει. «Είμαι αδιόρθωτος, να σας αφήνω τόσο καιρό μόνους σας». Ακουμπάει τις παλάμες του στους ώμους της και χαμογελάει λυπημένα. «Μου έλειψες Διώνη», λέει ψιθυριστά. Και ύστερα σκύβει προς τα μπροστά. Για μια στιγμή αναρωτιέται αν θα την φιλήσει. Την φιλάει. Αλλά όχι στα χείλη όπως φοβόταν, όπως περίμενε, όπως ήλπιζε ίσως. Απλώς ακουμπάει τα χείλη του στο μάγουλο της. Μπορεί να νιώσει το γενάκι λίγων ημερών στο πιγούνι του. Πάνω από τον ώμο του Στέφανου, ο Θάνος τους παρακολουθεί σκεπτικός.

«Τι μου έφερες;» φωνάζει ο Λεωνίδας, τραβώντας τον Στέφανο από το μανίκι. Και η Διώνη καταπίνει τον κόμπο που έχει μαζευτεί στο λαιμό της.

ανθίζωWhere stories live. Discover now