4

105 25 10
                                    

   Ήταν τρεις βδομάδες μετά από τα εικοστά της γενέθλια όταν ο Θάνος της ανακοίνωσε ότι είναι bi. Το είχαν συζητήσει κι άλλες φορές προφανώς. Όταν έβλεπαν ταινίες και η Διώνη θα έδειχνε κάποιον ηθοποιό και θα σχολίαζε το κόψιμο των ζυγωματικών του ή την ομορφιά της στάσης του και ο Θάνος θα συμφωνούσε και μετά θα έδειχνε τον συμπρωταγωνιστή του και θα έλεγε «Ναι αλλά αν είχα να διαλέξω». Ή όταν θα καθόντουσαν στο κρεβάτι με μπύρες στα χέρια και θα έπαιζαν "fuck, marry, kill" με τους συμμαθητές και μερικές φορές ακόμη και τους καθηγητές τους. Ή όταν θα άνοιγε τυχαία έναν φάκελο στον υπολογιστή του και θα γελούσε για μέρες με το απαίσιο γούστο του σε ταινίες εκείνου του είδους, χωρίς καν να μπει στον κόπο να σχολιάσει το φύλο των πρωταγωνιστών τους.

Είχαν περάσει πλάι-πλάι όλη τη διαδικασία της σεξουαλικής αυτοπραγμάτωσης στην εφηβεία, τον ήξερε σαν την αναστροφή της παλάμης της. Έτσι όταν της το είχε ψιθυρίσει, διστακτικά και προσέχοντας κάθε λέξη, τον είχε χτυπήσει στον ώμο με ένα μακρόστενο χαμόγελο. Η έλξη του προς άτομα του ίδιου φύλου ούτε την ξάφνιαζε, ούτε την τρομοκρατούσε. Ακουγόταν υπεροπτικό αλλά κατά κάποιο τρόπο την είχε δει να έρχεται, αγαπούσε και εκείνος πολύ στο κάτω-κάτω. Μιλούσαν περιστασιακά για την αμφιφυλοφιλία του, ως κομμάτι της προσωπικότητας του και κανένας από τους δυο δεν φοβόταν να το προσεγγίσει. Δεν υπήρχε ζήλια εκεί ή αρνητισμός. Η Διώνη δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος, ήθελε να πιστεύει.

Αλλά εκείνο το βράδυ, όταν είχε γυρίσει σπίτι, καθόταν και σκεφτόταν. Είχαν κλείσει πέντε χρόνια με τον Θάνο, πορεύονταν στα έξι. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ένιωθε σίγουρη πως θα περνούσαν το υπόλοιπο της ζωής τους μαζί. Αν η σχέση τους είχε καταφέρει να επιβιώσει την εφηβεία, κατά πάσα πιθανότητα θα κατάφερνε να επιβιώσει τα πάντα. Και μετά σκεφτόταν: τις λέξεις του Θάνου, είμαι bi, και πως η Διώνη ήξερε εδώ και χρόνια ότι του άρεσαν τα αγόρια. Απλώς δεν το είχε εκφράσει ποτέ. Ήταν μια λεπτομέρεια, κάτι που δεν φαινόταν πρόθυμος να αναζητήσει περισσότερο. Και τώρα του είχε δώσει όνομα. Είχε φτιάξει μια ταυτότητα. Δεν φτιάχνεις ταυτότητες για πράγματα που σου είναι ασήμαντα. Ίσως, σκεφτόταν η Διώνη, ο Θάνος να μην ήθελε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του μαζί της. Ή ίσως, ακόμη χειρότερα, να ήθελε. Και να φοβόταν πως δεν θα κατάφερνε ποτέ να γνωρίσει όλες τις πτυχές του εαυτού του ακριβώς για αυτό τον λόγο.

«Που θα μείνεις;» ρωτάει ο Θάνος τον Στέφανο. Η ώρα είναι περασμένη, σύντομα πρέπει να πέσουν για ύπνο. Η Διώνη έχει βουλιάξει στην καρέκλα και δεν είναι πρόθυμη να κουνηθεί. Νιώθει την κοιλιά της να πονάει από το γέλιο και την καρδιά της να σφίγγει ελάχιστα από την αδημονία. Κοιτάει τον Στέφανο. Περιμένει απάντηση. Εκείνος τους κοιτάει για μερικά δευτερόλεπτα, πρώτα τον Θάνο, με επιθυμία και μετά την ίδια, με ελπίδα.

«Στον καναπέ», λέει τελικά. «Στρώστε μου εδώ». Χτυπάει το χέρι του στο μαξιλάρι.

«Είσαι σίγουρος;» λέει ο Θάνος. «Ξέρεις πως ο Λεωνίδας δεν κάνει ποτέ ερωτήσεις, μπορείς να-»

«Είναι εντάξει», τον διακόπτει ο άλλος άντρας. Κοιτάει τη Διώνη, επίμονα. Λες και την περιμένει να τον σταματήσει. Θέλει να του πει. Θέλει. Θέλει να του πει ότι το κρεβάτι είναι μεγάλο, ότι υπάρχει χώρος, ότι πάντα έτσι κάνουν, γιατί να είναι τόσο διαφορετικά και δεν ξέρω τι συμβαίνει και γιατί ήρθες έτσι ανεξήγητα και ξέρω τι έγινε την προηγούμενη φορά αλλά σε παρακαλώ δεν θέλω να το χαλάσουμε όλο αυτό, δεν πρέπει, για τον Θάνο. Τελικά δεν λέει τίποτα. Κουνάει το κεφάλι.

«Άστον να κάνει ότι θέλει, Θάνο», λέει τελικά.

Δεν ξέρει αν νιώθει καλύτερα ή χειρότερα.

ανθίζωWhere stories live. Discover now