9

89 23 12
                                    

   Υπήρχε ένα ιδεατό στη σχέση τους με τον Στέφανο. Αρχής γενόμενης είχαν τεθεί ορισμένα όρια: στο τρίπτυχο τους, Στέφανος-Θάνος-Διώνη, ο Θάνος βρίσκεται πάντα στη μέση, είναι μια διαχωριστική γραμμή και τους ενώνει με τον ίδιο τρόπο που τους κρατάει μακριά.

Όσο ο καθένας περπατούσε στο δικό του κουτί και δεν ξεπερνούσε τα σύνορα του, τα προβλήματα έμεναν στο ελάχιστον. Μπερδεύονταν ελάχιστα, τσακώνονταν ακόμη λιγότερο, όσο τα όρια έμεναν στη θέση τους η Διώνη ένιωθε προστατευμένη. Αυτό είχαν συζητήσει εξαρχής και, στο όνομα της νοσταλγίας και της κανονικότητας, δεν μπορούσε να αλλάξει. Έπρεπε να έχει κάποια κανονικότητα στη ζωή της, κάποιο περιθώριο μέσα στο οποίο θα μπορούσε να κινείται, αλλιώς θα επικρατούσε το χάος.

Και μετά πήγε, σαν ηλίθια, και ερωτεύτηκε τον Στέφανο.

Πέντε μήνες πριν, καθισμένοι σε εκείνο το μπαλκόνι, ο Θάνος να λείπει στη δουλειά, ο Λεωνίδας με την Αλεξία και τη Χριστίνα. Είχε επαναφέρει τόσες φορές εκείνη τη συζήτηση στο μυαλό της που οι γωνίες της ανάμνησης είχαν τσαλακωθεί και είχαν θολώσει: πόσες από εκείνες τις κουβέντες είχαν όντως ειπωθεί και πόσες είχαν προστεθεί ως επιπλέον καρέ στην κινηματογραφική ταινία της ζωής της από τη συνεχόμενη σκέψη; Το ανθρώπινο μυαλό, ήξερε η Διώνη, παίζει τα πιο σαδιστικά παιχνίδια.

Τον θυμάται να γελάει, το δέρμα του να τσακίζει γύρω από τα μάτια με ευτυχία. Τον θυμάται να γέρνει προς το μέρος της, την ανάσα του να μυρίζει ελάχιστα κρασί. Τον θυμάται να της ψιθυρίζει, δυσνόητα, ασήμαντα. Τον θυμάται να πιέζει τα χείλη του στα δικά της και ύστερα θυμάται τον εαυτό της να σκέφτεται: Είμαι ερωτευμένη μαζί του. Τον αγαπάω εδώ και τόσο καιρό και ούτε που το είχα καταλάβει. Και ύστερα, υποβοηθούμενη από το αλκοόλ, να τον φιλάει πίσω.

Θυμάται την αίσθηση των χειλιών του, το γαργαλητό της ανάσας του, τον τρόπο με τον οποίο είχε τυλίξει τα δάχτυλα του γύρω από το σβέρκο της. Είχε σκύψει πάνω από το χερούλι της καρέκλας για να την φτάσει, το σώμα του να κυρτώνει προς το μέρος της σαν μέταλλο σε μαγνήτη. Έκανε ζέστη γύρω τους. Ή ίσως να ήταν το ποτό. Αλλά η ζέστη σύντομα μεταμορφώθηκε, άλλαξε, και σχηματίστηκε στη φλόγα μιας φωτιάς, αναμμένη σε μια παραλία στο κέντρο μιας ομάδας παιδιών με μπύρες στα χέρια. Και ξαφνικά το ίδιο το φιλί που γευόταν ήταν ένα φιλί που είχε παρακολουθήσει να συμβαίνει από τα παρασκήνια: μια παλάμη σε ένα σβέρκο, δάχτυλα σε κοντά μαλλιά. Και η Διώνη είχε αποτραβηχτεί.

ανθίζωWhere stories live. Discover now