10

87 22 6
                                    

   Μετά από το περιστατικό με το φιλί, η κατάσταση είχε παραμείνει τεταμένη. Η Διώνη προσπάθησε να βάλει εκείνες τις στιγμές σε ένα κουτί, να το σφραγίσει με χοντρό λουκέτο και ύστερα να το κλειδώσει βαθιά στις πιο σκοτεινές πλευρές του μυαλού της. Αλλά η αλήθεια παρέμενε: ένιωθε άβολα να βρίσκεται κοντά στον Στέφανο, να τον κοιτάει, να τον αγγίζει, να θυμάται την αίσθηση των χειλιών του στα δικά της. Έτσι, ακολούθησε την πιο λογική λύση. Άρχισε να τον αποφεύγει.

Την επόμενη μέρα είχαν πάει όλοι μαζί για πεζοπορία - μια οικογενειακή εκδρομή για μια οικογένεια που δεν έμελλε ποτέ να δέσει. Ο Λεωνίδας έτρεχε μπροστά με τα αθλητικά του παπούτσια γεμάτα λάσπες και τα μανίκια της μπλούζας του διπλωμένα, ο Στέφανος να τον ακολουθεί παραπατώντας στις πέτρες και εκείνη με τον Θάνο λίγο πιο πίσω, πιασμένοι χέρι χέρι. Ο ουρανός έλαμπε μεσημεριανός πάνω από τα κεφάλια τους όσο ανέβαιναν την Πάρνηθα, βήμα στο βήμα και ανάσα στην ανάσα. Είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας να χαζεύει αγριόχορτα στο δρόμο που άνθιζαν ανάμεσα στις πέτρες, μικροί στρατιώτες που επιβίωναν παρά τις δυσχέρειες.

Δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται πως είχε ποδοπατήσει το λουλούδι της σχέσης της με το Στέφανο προτού προλάβει να ανθίσει.

Έβγαζαν φωτογραφίες καθισμένοι σε απότομα βράχια όταν είχαν επιστρέψει ο Στέφανος με τον Λεωνίδα, ο δεύτερος καθισμένος στους ώμους του πρώτου και τους είχαν χαμογελάσει δυο χαμόγελα όλο δόντια. Η Διώνη είχε αποτραβήξει το βλέμμα της. Μάλλον εκείνη ήταν η στιγμή που είχαν αμφότεροι συνειδητοποιήσει τι σήμαινε το προηγούμενο βράδυ για τη σχέση τους.

Στους πέντε μήνες που ακολούθησαν δεν του μίλησε καν στο τηλέφωνο. Κάθε μέρα που περνούσε ήταν και μια πρόσθεση στο απύθμενο τσουκάλι της τρομαγμένη αδημονίας για την επόμενη συνάντηση τους. Η Διώνη ήθελε να του πει τόσο πολλά. Δεν σε μισώ, δεν ήθελα να σε διώξω, δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω, απλώς φοβάμαι, φοβάμαι και σε θέλω και φοβάμαι και δεν θέλω να χαλάσω αυτό που έχουμε και σε αγαπάω, σε αγαπάω, σε αγαπάω. Κάθε μέρα που περνούσε στεκόταν πάνω από το τηλέφωνο και σκεφτόταν πως έπρεπε να τον πάρει και έπρεπε να του μιλήσει και έπρεπε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Και κάθε μέρα το ανέβαλε. Και κάθε μέρα το άφηνε να περάσει.

Τώρα κάθονται όλοι μαζί για πρωινό. Η Διώνη βάζει καφέ να γίνει και ο Θάνος αδειάζει σε ένα πιάτο τη σακούλα με τις τυρόπιτες από το φούρνο. Το σπίτι μυρίζει ζέστη, φαγητό και οικειότητα. Όταν η Διώνη κάθεται στην καρέκλα της, βάζει καφέ πρώτα στον Στέφανο. Ανταλλάσσουν ένα γαλήνιο βλέμμα πάνω από τις κούπες τους που μοιάζει με συγνώμη. Η Διώνη ελπίζει να μοιάζει με συγνώμη. Είναι στο κάτω-κάτω της γραφής έτοιμοι να τον φέρουν σε δύσκολη θέση.

ανθίζωWhere stories live. Discover now