*6*

83 11 18
                                    

•Harper's POV•

Αυτός απομακρύνθηκε προς την αποθήκη ενώ έκατσα ξανά στην πολυθρόνα και πείρα στα χέρια μου την επιταγή.

Την κοίταξα και σκέφτηκα τι θα την έκανα.

Άκουσα να κλίνει την πόρτα μπαίνοντας μέσα στη αποθήκη.

Τον αγνόησα και πείρα στα χέρια μου ξανά το τηλέφωνο.

Κάλεσα τον αριθμό του Ντίλαν και περίμενα να απαντήσει.

Μετά από μερικά χτυπήματα μπορούσα να ακούσω την φωνή του από την άλλη γραμμή.

«Τι θες πάλι ρε μαλακα;» Τον άκουσα να λέει.

«Τελείωσα με την δουλειά. Για την ακρίβεια με πλήρωσε και ολας» είπα χαρωπά.

«Καλά καλά. Ποσά;» Είπε και κατάλαβα ότι μιλούσε για την επιταγή.

«Δώδεκα χιλιάρικα μαλακα!» Είπα με αυτάρεσκο ύφος.

«Τι ώρα βλέπεις να γυρνάς σπίτι;» Ρώτησε με βαριεστημένη φωνή.

«Κατά της δώδεκα το κόβω» είπα και εγώ βαριεστημένα καθώς κοίταξα την ώρα στο ρολόι του κινητού μου.

Ήταν ήδη έντεκα παρά και ήθελα περίπου μισή ώρα με την μηχανή να γυρίσω.

«Οκ τα λέμε σπίτι τότε» είπε

«Οκ θα τα πούμε» του απάντησα και τερμάτησα την κλίση.

Μα την προσοχή μου τράβηξε η φωνή της να τσιρίζει και να κλαίει.

Μπορούσα να καταλάβω τον πόνο μέσα από τις φωνές της.

Αρχικά δίστασα να σκεφτώ να κατέβω για να την βοηθήσω μα καθώς οι φωνές από την αποθήκη συνέχιζαν, δεν άντεξα και τελικά πείρα την απόφαση.

Περπάτησα γρήγορα προς το χολ και πείρα μέσα από το δερμάτινο μου το πιστόλι μου.

Το έβαλα στην θήκη του παντελονιού μου και έτρεξα προς τις σκάλες που οδηγούσαν στην αποθήκη.

Τις κατέβηκα γρήγορα και όταν έφτασα έξω από την πόρτα παρατήρησα ότι η φωνή της δεν ακουγόταν πια.

Άνοιξε με δύναμη την πόρτα της αποθήκης για να δω τον Γκρέι να βρίσκεται πάνω από το ματομενη σώμα της.

Χωρίς να μπορέσω να σκεφτώ αντέδρασα ενστικτωδός και όρμηξα κατα πάνω του.

Τον απομάκρυνα από πάνω της και ύστερα άρχισα να των βαράω.

Εκεινος καθώς δεν πρόλαβε να αντιδράσει σωριάστηκε στο πάτωμα με εμένα από πάνω του να το βαράω χωρίς έλεος.

Λίγα λεπτά αργότερα αφού είχα φάει και εγώ μερικές ο Γκρέι έμεινε αναίσθητος.

Έτσι κατάφερα να σηκωθώ από πάνω του και να πάω προς το μέρος της.

Την σήκωσα στα χέρια μου ενώ πρόσεξα μερικές μελανιές και πληγές στο κεφάλι της που πλέον ήταν γεμάτο αίματα.

Την έβγαλα γρήγορα από το σπίτι και την έβαλα να κάτσει στο πίσω μέρος της μηχανής μου.

Εκείνη έδεσε σφιχτά τα χέρια της γύρω από την μέση μου και εγώ έβαλα μπρος την μηχανή για το σπίτι.

[...]

Την κατέβασα προσεχτικά από την μηχανή και την έβαλα μέσα στο σπίτι.

Η πόρτα ήταν κλειδωμένη και αυτό σήμαινε ότι ο Ντίλαν δεν είχε γυρίσει ακόμα σπίτι.

Την πήγα στο δωμάτιο μου και την ξάπλωσα στον κρεβάτι μου. Την σκέπασα με μια κουβέρτα και ξαπλωσα  και εγώ δίπλα της, περνώντας την αγκαλιά.

«Όλα θα πάνε καλά μικρή. Δεν θα αφήσω κανένα να σε ξανά ακουμπήσει» είπα καθώς έπαιζα με μερικές τούφες από τα μαλλιά της για να την κάνω να χαλαρώσει.

Εκείνη ακόμα δεν είχε μιλήσει αλλά μπορούσα να ακούσω την γρήγορη ανάσα της που πρόδωσε ότι έκλαιγε ακόμα σιγανά.

Μείναμε εκει για αρκετή ώρα με εκείνη  να κλαίει στην αγκαλιά μου και εγώ να την σφίγγω όλο και πιο πολύ.

Τώρα πια έδειχνε πιο ήρεμη από πριν. Είχε κοιμηθεί στην αγκαλιά μου.

«Εγω θα σε προστατεύω τώρα γατάκι» της ψυθίρισα καθώς της έδωσα ένα απαλό φίλη στο μέτωπο.

Έδειχνε τόσο ταλαιπωρημένη και όμως τόσο γλυκιά και αθώα.

Αυτός ο παλιό πουστης ο Γκρέι θα μου το πληρώσει!

Θα την κρατούσα ασφαλή!

Το υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δεν θα άφηνα ποτέ ξανά κανέναν να την πληγώσει!

Θα την προστάτευα!

Θα έκανα αυτό που δεν μπορούσε να κάνει ο αδερφός της.

Ένιωσα τα βλέφαρα μου να κλείνουν και έτσι αποκοιμήθηκα στην αγκαλιά της.

RiskWhere stories live. Discover now