Κεφάλαιο 33

1.5K 202 9
                                    

ΔΥΟ ΒΔΟΜΑΔΕΣ είχαν περάσει από την άτακτη φυγή της Κριστίν και όλων οι ζωές έμοιαζαν να είναι ακόμα δεμένες μία μία στα καθίσματα ενός ρόλερκόστερ, που ανεβοκατέβαινε εκτός ελέγχου, με ιλιγγιώδη ταχύτητα, χωρίς ελπίδα να σταματήσει. Η Σαμπρίν προσπαθουσε να κρατήσει τις εύθραυστες ισορροπίες, η μητέρα της αναρωτιόταν καθημερινά γιατί η Κριστίν εξακολουθούσε να λείπει κι ο Μάικλ παρατηρούσε τη γυναίκα του με ανησυχία να σηκώνεται τα βράδια, μη μπορώντας να κοιμηθεί και να κάθεται στο σαλόνι, χωρίς φώτα και χωρίς διάθεση για κουβέντα.

Ο Κάρλος δεν είχε επιχειρήσει ξανά να ανακρίνει την Σαμπρίν, ήξερε ότι ήταν μάταιο. Δε θα του έλεγε τίποτα ακόμα κι αν την έδενε σε μια καρέκλα και την άφηνε νηστική και χωρίς νερό. Οι νύχτες του κυλούσαν άυπνες, οι ώρες περνουσαν βασανιστικά αργά, το σπίτι τού θύμιζε νεκροταφείο, γυρνούσε σ'αυτό όσο πιο αργά μπορούσε και έφευγε αξημέρωτα. Έτρωγε όποτε το θυμόταν, έμοιαζε με φάντασμα καταραμένο να περιφέρεται αιωνίως σ'έναν κόσμο ζωντανών, χωρίς ελπίδα λύτρωσης. Οι μύες του προσώπου του, σταθερά πια σφιγμένοι, είχαν ξεχάσει πώς είναι να σχηματίζουν ένα χαμόγελο. Στη δουλειά του, υπάλληλοι και συνεργάτες τον κοιτούσαν ανήσυχοι και τρομαγμένοι. Κλεινόταν για ώρες στο γραφείο του, με εντολή να μην τον ενοχλήσουν, ξαφνικά άνοιγε την πόρτα και εξαφανιζόταν για ώρες, ήταν απότομος με όλους. Εννοείται φυσικά ότι ειχε βάλει λυτούς και δεμένους να ανακαλύψει πού βρισκόταν η Κριστίν! Είχε κινήσει κάθε διαθέσιμο νήμα, είχε χρησιμοποιήσει κάθε διαθέσιμο μέσο, δεν τον ένοιαζε το κόστος, δεν τον ένοιαζε ο χρόνος, το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να την βρει.

Ο Κάρλος το ένιωθε, πέθαινε κάθε μέρα που περνουσε χωρίς εκείνην, λίγο λίγο. Το πρώτο εκείνο βράδυ της φυγής της, μετά τη συνάντησή του με την Σαμπρίν, επετρεψε στο σπίτι σε έξαλλη κατάσταση. Αισθανόταν κυριολεκτικά σα θηρίο στο κλουβί. Αφού ανέκρινε διακριτικά τον θυρωρό κι έμαθε πως το απόγευμα ένα ταξί ήρθε και παρέλαβε από αυτόν δύο βαλίτσες που η οικιακή βοηθός είχε ετοιμάσει μετα από εντολή της Κριστίν, επικοινώνησε με την εταιρία των ταξί ( ευτυχώς ο θυρωρός θυμόταν ποια ήταν) αλλά δεν έμαθε και πολλά. Το ταξί είχε αφήσει τις βαλιτσες στην γκαλερί, όμως και πάλι διακριτικά, έμαθε απο την Κλαιρ ότι εκείνη την ημέρα η ίδια είχε φύγει από νωρίς αφού είχε κάποιο ραντεβού με γιατρό κι αφού την άφησε να του γκρινιάζει για λίγο για την αντικαταστάτρια της Κριστίν, την καθησύχασε ότι σύντομα η Κριστίν θα επέστρεφε να ταχτοποιήσει τις εκκρεμότητές της κι έκλεισε το τηλέφωνο. Την επόμενη μέρα, μετά από άπειρα τηλεφωνήματα ανακάλυψε τελικά ότι η γυναίκα του πέταξε το ίδιο βράδυ από τοαεροδρόμιο της Ν.Υόρκης με προορισμό τη Μαδρίτη. Στην αρχή απόρησε. Δεν υπήρχε κανείς και τίποτα εκεί για την Κριστίν, το ήξερε καλά, κι όσο κι αν έψαξε τις επόμενες μέρες, διεπίστωσε ότι τα ίχνη της σταματούσαν ακριβώς εκεί. Από το αεροδρόμιο της Μαδρίτης και μετά ήταν σαν να είχε ανοίξει η γη και να την είχε καταπιει. Ο αγώνας της αναζήτησης υπήρξε δαιδαλώδης, αλλά όσο κι αν έψαξε είχε καταλήξει σ'ένα τεράστιο τίποτα. Η Κριστίν δεν είχε χρησιμοποιήσει πιστωτικές κάρτες, πριν φύγει όμως είχε σηκώσει από τον λογαριασμό της ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Όσο έψαχνε ο Κάρλος, τόσο αναρωτιόταν πόσο καιρό η Κριστίν σχεδίαζε αυτή τη φυγή της κι όσο το σκεφτόταν τόσο καταλαβαινε ότι το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης το είχε ο ίδιος. Παρασυρμένος από τη δικαιολογημένη οργή του γι'αυτό που του είχε κάνει, χαμένος στους διαδρόμους των σχεδίων του για το πώς θα περίσωζε ό,τι είχε μείνει πια για να σωθεί, δεν είχε καταλαβει ότι μέρα με τη μέρα της άνοιγε όλο και πιο διάπλατα την πόρτα για να φύγει από κοντα του. Κι αυτό έκανε τον πόνο και την απελπισία του ακόμα πιο δυσβάσταχτα.

Παράλληλα, και παρά τη διαβεβαίωση της Κριστίν στο γράμμα της ότι ΔΕΝ έφυγε για να είναι με τον Στέφανο, ήρθε και πάλι σε επαφή με τις διασυνδέσεις του και έμαθε ότι εκείνος βρισκόταν ακόμη στην πόλη. Άραγε να είχε μάθει για τη φυγή της; Να την έψαχνε; Ο σύνδεσμός του τον διαβεβαίωνε οτι ο Στέφανο σύντομα θα έφευγε για τη νέα του αποστολή, όπως του το είχε υποσχεθεί, όμως μία βδομάδα μετα δεν είχε συμβεί αυτό κι ο Κάρλος υποπτευόταν ότι ο αντίπαλος του το καθυστερούσε και ήταν σίγουρος ποιος ήταν ο λογος. Σκέφτηκε πολλές φορές να πάει να τον βρει προσωπικά, να έρθει επιτέλους αντιμέτωπος με τον άνθρωπο που του είχε κλέψει τη ζωή. Γιατί έτσι ακριβώς ένιωθε. Ότι εκείνο το βράδυ που η Κριστίν ανυποψίαστη του είχε ανακοινώσει οτι ήταν εγκυος, η ζωή του όπως την ήξερε ως τότε, είχε αρχίσει να γλιστράει σα νερό μέσα από τα δάχτυλά του, να διαλύεται σε κομμάτια. Κάθε φορά όμως που το σκεφτόταν, απωθούσε όσο μπορούσε μακρυά την παρόρμηση του αυτήν γιατί ήξερε καλά τον εαυτό του, τη στιγμή που θα βρισκόταν μπροστά στον Στέφανο τίποτα δε θα στεκόταν πια δυνατό να τον συγκρατήσει. Και προτεραιότητα είχε τώρα να βρει την Κριστίν.

Είχαν περάσει από το μυαλό του όλα τα πιθανά σενάρια. Εννοείται πως είχε σκεφτεί τον οικογενειακό πύργο στη Γαλλία, όμως ήξερε πως η Κριστίν δε θα κρυβόταν σε ένα μέρος τόσο προφανές. Παρολαυτά σκεφτόμενος ότι καμιά φορά το πιο προφανές μπορεί να είναι και αυτό που κανείς δε θα έψαχνε κι επειδή δεν του ήταν αρκετή η
διαβεβαίωση του προσωπικού του κτήματος ότι η Κριστίν είχε να πάει εκεί από το γάμο της Σαμπρίν, φρόντισε να στείλει επί τόπου δικό του άνθρωπο, για να του επιβεβαιώσει τελικά αυτό που ήδη ήξερε.

'Ενα βράδυ, μέσα στην απελπισία του, σκέφτηκε να ψάξει στα πράγματα της Κριστίν, στα προσωπικά της αντικείμενα, μιας και το μονο που είχε παρει μαζί της ήταν ρούχα. Άρχισε να πετάει εξω από τη ντουλάπα της κουτιά με παπούτσια, να ψάχνει τσάντες, τσέπες, ελπίζοντας να βρει κάτι που θα του έδειχνε έστω κι ένα μικρό στοιχείο για να κατευθύνει την αναζήτησή του. Τότε, μέσα σ'ένα στρογγυλό κουτί που θύμιζε καπελιέρα, ανάμεσα σε διάφορα αναμνηστικά από το σχολείο και τα νεανικά της ταξίδια, βρήκε την κορνίζα με τη φωτογραφία που της είχε τραβήξει ο Στέφανο, εκείνη που είχε παντα στο κομοδίνο της στο διαμέρισμά της. Έμεινε για λίγο να την κοιτάζει με ανάμεικτα συναισθήματα, η μαυρόασπρη εικόνα της τον καθήλωσε κι έκανε το μόνιμο πια σφίξιμο στην καρδιά του ανυπόφορο. Ξαφνικά ένιωσε πως δε μπορούσε ν'ανασάνει και με δύναμη εκσφενδόνισε τη φωτογραφία στον τοίχο απέναντί του, βλαστημώντας δυνατα!

Κάθισε στο κρεβατι κι έπιασε με τα χέρια του το κεφάλι του. Προσπάθησε να πάρει μερικές ανάσες κι αφού το κατάφερε, τα άφησε όλα οπως ήταν και πήγε στο καθιστικό. Γέμισε ένα ποτήρι κι έπειτα σταθηκε μπροστα στην κλειστη μπαλκονόπορτα κι έμεινε να
κοιτάζει τα φώτα της πόλης, να κοιτάζει χωρίς όμως να βλέπει, αφού μόνο η ασπρόμαυρη φωτογραφία της βρισκόταν τώρα μπροστα στα μάτια του μυαλού του.

"Πού είσαι;" ψιθύρισε, αλλά η απάντηση δεν ήρθε ποτέ...

ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΜΑΣ ΧΩΡΙΣΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ Où les histoires vivent. Découvrez maintenant