Ο ήλιος πρόβαλε διστακτικά χαράζοντας τον σκοτεινό ουρανό. Τα άστρα χάθηκαν πίσω από το παντοδύναμο φως του, ενώ το σκοτάδι παραμόνευε την κατάλληλη στιγμή για να ξαναεπικρατήσει και να προστατεύσει τους κυνηγημένους, τους ατιμώρητους συμμάχους της κτηνώδης επικράτησης του χάους. Η θάλασσα πήρε άλλη όψη δελεαστική και ελκυστική. Το νερό της, το ζωτικό κύτταρο για την συνέχιση της ζωής της και την διατήρηση των απάνθρωπων μυστικών της, έτρεχε ασταμάτητα, απελευθερώνοντας σαγηνευτικούς ήχους και ταξιδεύοντας το μυαλό του κάθε καταπονημένου περαστικού στο ταξίδι της ανακάλυψης του εαυτού του. Πίσω από την γαλήνη που επικρατούσε στα μάτια των ανθρώπων, διαπερνώντας αυτό το εύθραυστο κάλυμμα της ψευδαίσθησης, σύγχυση και αναστάτωση κατέστρεφαν την ανύπαρκτη ηρεμία των θυμάτων της σιωπηλής συμμαχίας. Ήταν μια αναγκαστική συμφωνία λόγω συνενοχής. Τα απομεινάρια των αδικιών και των εγκλημάτων της συμμαχίας αποσυντήθονταν στα σκοτεινά βάθη της κτητικής θάλασσας. Αυτά ήταν τα τρόπαιά της για να μπορεί να αποδείξει την δύναμη του σκοταδιού του βάθους της. Κουβαλούσε τα πνεύματα των ανθρώπων που ποτέ δεν θα ανακάλυπταν την ηρεμία που νιώθεις μετά τον θάνατο. Η ευχή τους γινόταν κατάρα. Ο βασανισμός των σωμάτων τους μπορεί να είχε τελειώσει, όμως δεν μπορούσαν να επαναπαυθούν ψυχικά, γιατί το ήξεραν, το ένιωθαν κι άλλα σώματα θα στιβάζονταν πρόχειρα δίπλα τους και θα σάπιζαν αργά χωρίς να δείχνουν οι καιρικές συνθήκες και τα μανιασμένα ρεύματα κανένα έλεος. Γνώριζαν ότι δεν είχαν την δύναμη να αλλάξουν τίποτα. Ωστόσο οι κραυγές τους στοίχειωναν ακόμα τον ύπνο μου...
***
«Πόσο πολύ μπορείς να αλλάξεις για κάποια άτομα; Αρκετά ώστε να χάσεις τον εαυτό σου προσπαθώντας να δείχνεις την καλύτερη εκδοχή σου. Αν χαθείς όμως, αν τελικά όλη αλλαγή αποδειχθεί καταστροφική και μη καρποφόρα; Τι κάνεις τότε; Τόσο καιρό πάλευες για λίγη προσοχή, για να ευχαριστήσεις τους άλλους τροφοδοτώντας τους ό,τι ήθελαν να είσαι, μια ψευδαίσθηση που νόμιζες ότι καλύπτε τις ατέλειές σου. Έχασες στην πορεία τους υπόλοιπους στόχους σου. Έκαψες αργά την τελευταία σπιθαμή αθωότητάς σου και θεραπευτικές με την θέρμη της ακαρδίας και της απάθειας. Όταν τελειοποίησες τον ψεύτικο κλώνο σου, που σε εκπροσωπούσε, κατάλαβες ότι το βάρος του ήταν αφόρητο. Μια μορφή που θα σε στοίχειωνε κάθε φορά που θα τολμούσες να την αμφισβητήσεις και να δείξεις τον πραγματικό σου εαυτό. Άλλωστε ήταν ένα θαυμαστό δημιούργημά σου. Ήταν μια μαριονέτα, που είχε το κύριο χαρακτηριστικό για να επιβιώσει στη φουρτούνα της πιεστικής κοινωνίας. Η τελειότητα και η αλάνθαστη κρίση της ήταν το σωσίβιο της σωτηρίας της και η λογική της ήταν αυτή που την βοηθούσε να αποφεύγει τα ατίθασα κύματα της θαλάσσης, τα οποία παρέσερναν χιλιάδες άλλους δίπλα της στην καταστροφή. Γιατί να καταστρέψεις αυτό σου το δημιούργημα; Γιατί η τελειότητα του σου προκαλούσε τόσο πόνο; Ίσως γιατί καταβάθος μισείς τα προνόμια του. Ίσως γιατί παραμέλησες αρκετά την καρδιά σου και είναι καιρός να την αναστήσεις από τον βαθύ λήθαργο με το πιο δυνατό αντίδοτο, την αγάπη, να την αφήσεις να πάρει τα ηνία, να κυριαρχήσει στο χάος που παραμελούν η λογική. Όταν όμως η ζωή σου σε έχει διδάξει να αποφεύγεις ότι σε κάνει πιο τρωτή, τότε δύσκολα χώρανε συμβιβασμοί. Όταν πληγώνεσαι, όταν γεμίζεις απωθημένα, όταν η πολυποθετή ευχή σου είναι η καταστροφή της πληγωμένη σου ψυχής και μετά από καιρό ξεχνάς να αγαπάς, πόσο εύκολο είναι να γυρίσεις πίσω, να κατεδαφίσεις το προστατευτικό τείχος σου, το κουκούλι σου, που με τόση επιδεξιότητα και λεπτότητα το κατασκεύασες, για ένα άτομο. Ένα άτομο που μπορεί εύκολα να σε ξεχάσει, να προχωρήσει, να χαράξει τη δική του πορεία χωρίς να νοιαστεί λεπτό για την δική σου ψυχική ισορροπία. Ένα άτομο που μπορεί να μη σε αγαπήσει ποτέ. Όχι, δεν έψαχνα για αγάπη δεν ήθελα να λιώνω περιμένοντας ένα βλέμμα, κάτι που θα με γέμιζε κούφιες ελπίδες. Το είχα συνειδητοποιήσει άλλωστε: ό,τι και να γινόταν πάντα καταλήγεις ή μόνη ή πληγωμένη. Και σε αυτήν την αρχή βασίστηκα. Έζησα μέχρι που βαρέθηκα αυτό το παιχνίδι. Βαρέθηκα την γαλήνη της μοναξιάς που κατασπάραζε την φωτιά μου, η οποία μου υπενθύμισε ότι έπρεπε να ζήσω και όχι να επιβιώσω. Δυστυχώς ή ευτυχώς γρήγορα θα μάθαινα πως είναι αδύνατο να ορίσεις πότε να αγαπήσεις κάποιον και πότε όχι...»
Το χαμόγελο ευχαρίστησης χάραξε το πρόσωπό της. Το μολύβι είχε γίνει προέκταση του ταλαιπωρημένου χεριού της. Έκλεισε το φως του γραφείου της και σύρθηκε σαν ερπετό ως το κρεβάτι της. Το σεντόνι ξέστρωτο και οι μαξιλαροθήκες είχαν τουλάχιστον δύο εβδομάδες να αντικατασταθούν. Προσπάθησε να βολευτεί. Τράβηξε με απότομες κινήσεις την κουβέρτα που λογικά είχε κολλήσει κάπου ανάμεσα στην στοίβα βιβλίων και σημειώσεων και στους μισοδιαλυμένους πίνακες ζωγραφικής που είχε ξεχάσει να κρεμάσει την προηγούμενη εβδομάδα. Την τράβηξε με όλη την υπολειπόμενη δύναμή της και με έναν εκκωφαντικό ήχο βρέθηκε αγκαλιά με την κουβέρτα και με την βεβαιότητα ότι, εκτός από τις μπογιές που είχαν γεμίσει το πάτωμα, θα είχε ένα καρούμπαλο για τις επόμενες μέρες μετά από τέτοια προσγείωση στην άκρη του κρεβατιού. «Γαμώτο!» Φώναξε, καθώς ο πόνος με κάθε της κίνηση και προσπάθεια να μαζέψει τον χαμό γινόταν όλο και πιο ανυπόφορος. Κοίταξε το ξύλινο πάτωμα που είχε πάρει ένα ολοκαίνουργιο χρωματάκι. Είχε χυθεί τουλάχιστον η μισή μπογιά μπλε. «Αν σε ρωτήσουν θα λες ότι το έκανες από άποψη, ηλίθια!» «Σκάσε» Ψιθύρισε απελπισμένη στην φωνή που της υπενθύμιζε πάντα πόσο τσαπατσούλα και άχρηστη ήταν. Σήκωσε το μισοάδειο κουτί της μπογιάς και με ελαφριά βήματα, λες και προσπαθούσε να μην ξυπνήσει κάποιον, έκανε μια θεαματική βουτιά με το εξαντλημένο της κορμί στο παλιομοδίτικο και διαλυμένο κρεβάτι της. Αυτό με την σειρά του έσκουξε από τον πόνο και μετακινήθηκε ελαφρά στην φορά της κίνησης της κοπέλας. Χουχούλιασε πιο πολύ στα σκεπάσματα. Οι γλυκές υποσχέσεις του ύπνου την τράβηξαν στα βάθη των ονείρων της, που σύντομα θα γίνονταν εφιάλτες... Το χέρι της έμεινε απλωμένο σε μια τελευταία ανεπιτυχή της προσπάθεια να πιεί έστω και λίγο από το μπουκάλι με την βότκα. Μισούσε τα ηρεμιστικά που της συνταγογραφούσαν οι γιατροί. Μισούσε την πεποίθησή τους ότι το παρελθόν της έφταιγε για αυτούς τους εφιάλτες. Μισούσε να επιστρέφει ξανά και ξανά στις ίδιες αναμνήσεις για να λύσει το πρόβλημα. Δεν της είχε δωθεί η επιλογή να αδιαφορήσει για αυτό... γιατί όλοι επέμεναν ότι έπρεπε να τους ξεπεράσει; Μπορούσε απλώς να τους αγνοήσει, να τους αποφύγει. Ποιος τους είπε ότι ήταν αρκετά δυνατή για να αντιμετωπίσει τους εφιάλτες της;***
Μια σκιά προχωρούσε στον διάδρομο. Μέχρι που μπλέχτηκε με τις υπόλοιπες και εξαφανίστηκε, χάθηκε μες στο σκοτεινό τοπίο. Το ραγισμένο ξύλινο πάτωμα έτριξε απειλητικά. Ωστόσο, ο ήχος μπλέχτηκε με τον μανιασμένο άνεμο και τις σταγόνες της βροχής και εξαφανίστηκε, χάθηκε στην απόλυτη ηρεμία. Κεραυνοί χτυπούσαν ανελέητα την Γη. Ο άνδρας δεν θα άφηνε το πρόσωπό του ακάλυπτο. Δεν ήθελε να τον αναγνωρίσει. Φορούσε ένα σκουφί, μια κουκούλα που κάλυπτε το περισσότερο πρόσωπο του και τα ακουστικά παίζαν δυνατά το αγαπημένο του τραγούδι των Metallica "Enter Sandman". Ο ρυθμός του τραγουδιού ανέβασε τους χτύπους της καρδιάς του. Ξεροκατάπιε. Δεν φαίνονταν τα χαρακτηριστικά του. Όλα θα γίνονταν μέσα σε ένα λεπτό. Έπρεπε να το κάνει. «Θα έπαιρνε την τιμωρία που της άξιζε...» Ήθελε να βεβαιωθεί ότι δεν θα ξαναέχωνε την μύτη της εκεί που δεν έπρεπε, γι' αυτό τον είχε στείλει να την δολοφονήσει.
Τίκ...τόκ...τίκ... τόκ...
«Ο χρόνος σου τελειώνει αγαπητή μου... Τελειώνει!» Πλησίασε και πάτησε το κουδούνι...
«Επιτέλους η πίτσα!» Ακούστηκε η φωνή της. Ήταν λεπτή, αρκετά εκνευριστική...
«Ο χρόνος σου τελειώνει αγαπητή μου...Τελειώνει!» Εισπνοή... εκπνοή... πήρε μια ανάσα... μια χαρά ήταν. Έτσι συνήθιζε να λέει και στην κόρη του η παιδίατρος.
YOU ARE READING
ΟΙ 100 ΑΘΩΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ
Mystery / ThrillerΣε μία πόλη που η μονοτονία της καθημερινότητας είναι η μεγαλύτερη προκλήση κάθε πολίτη έρχεται να ταράξει τα νερά μια σειρά από δολοφονίες... που θύματα δεν είναι μόνο οι νεκροί αλλά και οι δολοφόνοι. Εκατό δολοφόνοι θα περιμένουν ανυπόμονα να ανακ...