Σκοτάδι... «Γαμώτο!» Είπε η Σελίν καθώς δεν είχε δει έναν από τους χιλιάδες νερόλακκους. Μισούσε τις βροχερές ημέρες. Σε αυτήν την παρατημένη περιοχή ούτε ένα φως δεν φώτιζε τους δρόμους. Κατεστραμμένα στενά και μυστικοπαθείς άνθρωποι. Όλοι κλείνονταν νωρίς στα σπίτια τους έχοντας την ελπίδα ότι θα βγαίνανε ζωντανοί. Γέλασε απελπισμένα. Ελπίδες, μόνο με αυτές είχαν απομείνει. Οι κάδοι αναποδογυρισμένοι και καμένοι. Συμμορίες που δυσανασχετούσαν και διαμαρτύρονταν. Δυστυχώς ή ευτυχώς ήταν αρκετά αδύναμοι... Μπορεί να τάραζαν τα νερά. Μπορεί να κατέστρεφαν πολλά πράγματα στο διάβα τους, αλλά όλα ήταν μια καλοστημένη εικόνα για να προκαλούν χαμό και αναστάτωση. Με αυτά τρέφονταν και ζούσαν. Με αυτή την οφθαλμαπάτη ότι ήταν παντοδύναμοι και διασκέδαζαν με τα μικρά κορόιδα που τους βλέπανε σαν άρρωστους εκδικητές. Έτσι ήταν και η συμμορία της. Έτσι ήταν κάποτε τουλάχιστον. Τώρα πια δεν έτρεφε απλώς τα απωθημένα για αναγνώριση κάποιον ανίδεων. Είχε αποκτήσει δύναμη, βλέψεις και ισχύ. Ήταν σαν μια δεύτερη κυβέρνηση που κυβερνούσε ακόμα και αυτήν που διοικούσε... Πολύ περίεργοι καιροί για να μπλεχθείς και να αναζητήσεις δικαιοσύνη. Έστριψε ακόμα πιο βαθιά στην πόλη. Στα στενά σοκάκια, εκεί ούτε αμάξι δεν χωρούσε να περάσει καλά καλά. Ήταν μικρά και τα περισσότερα δεν ήταν ασφαλτοστρωμένα. Τυλίχθηκε πιο πολύ στα ρούχα της. Πάντα την έπιανε ένα ρίγος όταν ήταν μόνη της σε τέτοιες περιοχές. Έβγαλε το κλειδί από την τσάντα της όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ναι, ίσως αυτή η ζεστασιά του σπιτιού να σε βοηθάει να καταπολεμάς τους φόβους σου. Τελικά, ίσως είχαν δίκιο όλοι τους που αναζητούσαν μέρη που ένιωθαν προστατευμένοι και το δικό της δεν απείχε αρκετά. Δύο ορόφους πιο πάνω. Τότε ένιωσε την παρουσία του. Δεν είχε καταλάβει από πότε την ακολουθούσε. Πάγωσε ολόκληρο το σώμα της. Το κλειδί ξαφνικά της φάνηκε βαρύ. Το χέρι της έτρεμε. Τον άκουγε να πλησιάζει. Το ρολόι στο χέρι της χτυπούσε μανιασμένο. Ιδρώτας κυλούσε στο κορμί της. Εισπνοή... εκπνοή... τίποτα καμία διαφορά. Σήκωσε αργά τον κορμό της. Θα μπορούσε να τρέξει, να τσιρίξει, όμως δεν έκανε τίποτα. Το στόμα της στεγνό. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Το μυαλό της είχε παγώσει. Η καρδιά της χτυπούσε στο στήθος καθώς χαροπάλευε να την συνεφέρει.
Τίκ... τόκ... τίκ... τόκ...
Το άρωμα του ήταν γνώριμο. Τρυπούσε τις αισθήσεις της. Η ανάσα της δεν είχε σταθεροποιηθεί ακόμα. Την έπιασε με τα χέρια του και την γύρισε προς την πλευρά του. Την έσπρωξε στον τοίχο και ένιωσε την πλάτη της να παγώνει. Μούδιασε ακόμα πιο πολύ. Κατέρρεε. Αλλά την κρατούσε σφιχτά. Κρατούσε τα χέρια της σφιχτά στο τοίχο. Ένιωθε την ανάσα του στο πρόσωπο της. «Χαανκ... φύγε..» Τόσο αδύναμη. Η φωνή της δεν ακούστηκε καν. Ήταν πιο πολύ λυγμοί,μια προσπάθεια που δεν θα έβγαζε πουθενά. «Αφού το ξέρω ότι το θες και εσύ!» Είπε και πλησίασε απειλητικά το κορμί του. «Ξύπνα επιτέλους. Ξύπνα.» Έκλεισε τα μάτια της και με μια κίνηση τον κλώτσησε. Μαζεύτηκε από τον πόνο του. Πισωπάτησε και έβρισε αρκετές φορές. Η Σελίν δεν θυμόταν μετά τίποτα. Το μόνο που θυμόταν ήταν ότι είχε ξυπνήσει στην μαγική ζεστασιά του σπιτιού της. Πρώτη φορά είχε καταφέρει να τον διώξει. Πρώτη νίκη για εκείνη. Απληστία θόλωσε την κρίση της... ήθελε κι άλλα. Ήθελε και εκδίκηση. Είχε ακούσει πόσο πικρή μπορούσε να γίνει. Το ρολόι που είχε στο χέρι της ήταν πανέμορφο, δερμάτινο και γυρνώντας το από την πίσω πλευρά είχε ένα σταματημένο χρονόμετρο. Εκείνη θα τον τιμωρούσε... εννιά χρόνια θα τον άφηνε ελεύθερο, όσες φορές προσπάθησε να την βιάσει και τα κατάφερε, μετά όμως θα περνούσε μια κόλαση. «Τελικά θέλω να παίξουμε. Αν νικήσω θα κατηγορήσεις τον Χανκ Όουεν για μια δολοφονία εν ψυχρώ. Σύμφωνοι;... Ναι όποια δολοφονία θέλεις εσύ...Αν χάσω; Μπορείς να με σκοτώσεις... Είμαστε σύμφωνοι λοιπόν.» Έκλεισε το σταθερό τηλέφωνο και ένα χαμόγελο πονηριάς γέμισε το πρόσωπό της. Αν κάποιος την ήξερε τώρα δεν θα την αναγνώριζε. Μπορούσε να γίνει χειρότερη και από τους εφιάλτες της. Μπορούσε να γίνει το τέρας που φοβούνται τα μικρά παιδιά πως θα εμφανιστεί μες στο σκοτάδι. Είχε από πάντα μέσα της την κακία; Είχε γεννηθεί με αυτήν; Δεν ήξερε. Ήξερε όμως πως τώρα που το τέρας είχε ξυπνήσει μέσα της δύσκολα θα επαναπαυόταν. Αχ, εννιά χρόνια να ξέρεις ότι κάθε μέρα πλησιάζει η τιμωρία σου, η καταδίκη σου. Πόσο λάτρευε να τιμωρεί όσους την πλήγωσαν! Τι όμορφη αίσθηση. Τώρα πια είχε μπλέξει. Αλλά ήταν ένα παιχνίδι τίποτα παραπάνω. Τι θα μπορούσε να πάει στραβά; Απλώς έπρεπε να νικήσει!***
Υγρασία, σκόνη παντού, το φως ελάχιστο από μια μικρή σχισμή, ξεφτισμένα έπιπλα, παλιοί πίνακες, άχρηστες βιβλιοθήκες με αχρησιμοποίητα βιβλία και αμέτρητες κρυψώνες... ωραίο μέρος. Ωραίο μέρος για να εκφραστείς για την επόμενή σου δουλειά!
«Λοιπόν, τι λες να κάνω εγώ; Θέλω κάτι θεαματικό, υπέροχο, να δείξω σε όλους ότι επέστρεψα!» «Α καλά! Πας καλά; Για μαζέψου λίγο! Είπαμε δεν τραβάμε την προσοχή μέχρι να είναι όλα έτοιμα! Ο αρχηγός το είπε. Δεν το θυμάσαι; Μην ξεχνάς ότι οποιαδήποτε στιγμή θέλει μπορεί να μας σκοτώσει ομαδικώς και να μην βρουν τίποτα γι' αυτόν... αν βρουν ποτέ τα πτώματά μας! Και ο χρόνος ο δικός σου, ούτως ή άλλως τελειώνει, αν δεν σου δανείσει παραπάνω την γάμησες...» «Το ξέρω. Γιατί νομίζεις ότι δέχθηκα να πάρω αυτήν την δολοφονία; Ούτε λίγα βασανιστήρια δεν μου επέτρεψε να κάνω! Και τι θα κάνω εκεί πέρα; Θα την δηλητηριάσω και θα φύγω; Χαίρω πολύ οποιοσδήποτε ερασιτέχνης μπορεί να το κάνει! Έλεος! Μας υποτιμά διαρκώς λες και δεν ξέρει τι είμαστε ικανοί να κάνουμε!» «Κανένας όμως ερασιτέχνης δεν έχει μπλέξει τόσο πολύ με τον Ψυχάκια! Ξεκόλλα! Ξέρεις ότι όσο χρήσιμος και να του είσαι, παίζει με τους κανόνες και οι κανόνες λένε να σε σκοτώσει σε τέτοιες περιπτώσεις!» «Εγώ φταίω που τόσα χρόνια δεν έχω πειράξει ανθρώπινη σάρκα και τώρα θέλω...» «Ναι, ναι, ναι ξέρω να βασανίζεις με το δικό σου υπέροχο στιλ. Να σου θυμήσω όταν είχες μπει στην φυλακή και τελείωνε ο χρόνος σου και θα πέθαινες εκεί, ποιος έτρεχε και σε μάζευε, έκανε βρωμοδουλειές για εσένα; Ε δεν τα ξανακάνω! Λοιπόν άκου, άσε τις βλακείες αυτές! Εδώ μιλάμε για την ζωή σου! Σκέψου μόνο πόσα άτομα θα μπορείς να βασανίζεις μετά από το τελικό σχέδιο...» «Μμμμ... ζω για αυτήν την μέρα!» Ακόνισε τα μαχαίρια του για ώρες. Κάθε φορά του θύμιζαν άλλο του θύμα. Κάθε φορά τα ήθελε γεμάτα αίματα πιο απεγνωσμένα... «Άφησέ τα κάτω αυτά!» «Εντάξει ηρέμησε... θα πάρω μόνο το μπουκαλάκι αύριο...» «Αυτό πίσω από τον πίνακα, μην πάρεις καμία άλλη βλακεία! Το ουράνιο είναι για εμένα!» «Εντάξει είπαμε...» «Νομίζεις ότι δεν σε ξέρω; Θα κάνεις πάλι...» «Ε! Ξεκολλά! Αμάν πια!» Είπε και της πέταξε το μαχαίρι που είχε στο χέρι του. «Ουουου! Νευράκια; Τι έγινε; Δεν έχουμε καλό κυνήγι φέτος αγάπη μου;» Τράβηξε το μαχαίρι που μόλις είχε αποφύγει από τον τοίχο και το έχωσε με δύναμη στο ξύλινο τραπέζι. «Αλήθεια τώρα αγάπη μου; Θα μου πάρει ώρα για να το βγάλω...» «Σκέψου ότι σφίνωσε σε ένα σώμα. Και όχι στο δικό μου γιατί δυστυχώς για εσένα αυτό δεν θα γίνει ποτέ!» Τον άφησε να παλεύει για ώρες να βγάλει το μαχαίρι προσεκτικά από το ξύλο για να μην χαλάσει τις αναμνήσεις και τις κραυγές που κουβαλούσε... «Ε ψιτ! Θυμάσαι πώς να επικοινωνείς με νορμάλ άτομα σωστά; Ξες λες καλημέρα... σας ευχαριστώ... παρακαλώ...» Με κάθε λέξη ένιωθε το στόμα της να έχει μολυνθεί από αρκετή ποσότητα καλοσύνης. «Υποθέτω... Θα πρέπει να λέω τέτοιες βλακείες;» «Μάλλον. Έτσι δεν λένε όλοι τους;» Έβαλε τα μαχαίρια στη θέση τους. Ένιωθε σαν να αποχωριζόταν τα παιδιά του.
YOU ARE READING
ΟΙ 100 ΑΘΩΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ
Mystery / ThrillerΣε μία πόλη που η μονοτονία της καθημερινότητας είναι η μεγαλύτερη προκλήση κάθε πολίτη έρχεται να ταράξει τα νερά μια σειρά από δολοφονίες... που θύματα δεν είναι μόνο οι νεκροί αλλά και οι δολοφόνοι. Εκατό δολοφόνοι θα περιμένουν ανυπόμονα να ανακ...