Άσπρο πάτο

34 7 0
                                    

Το πρωί ήταν ό,τι πιο βασανιστικό είχε περάσει. Με απότομες και άγαρμπες κινήσεις έψαχνε απεγνωσμένα το ξυπνητήρι για να το κλείσει μηχανικά και να ξανακοιμηθεί. Οι προσπάθειές της αποδείχθηκαν μη κερδοφόρες, αφού την προηγούμενη ημέρα είχε προβλέψει την κούραση που θα είχε και το ξυπνητήρι ήταν τοποθετημένο στο κομοδίνο απέναντι από το κρεβάτι της. Σηκώθηκε δυσαρεστημένη που είχε ξυπνήσει από την ίδια της την ιδέα. Η ζαλάδα που συνόδεψε τα βήματά της ως την πηγή του ενοχλητικού ήχου ήταν ανυπόφορη, όμως εύκολα ξεπεράσιμη. Είχε συνηθίσει τέτοια πρωινά, να κυκλοφορεί μισοκοιμισμένη κάνοντας δουλειές, να βρέχει εκατό φορές το πρόσωπό της ώστε να μην την πάρει ο ύπνος, να έχουν τα μάτια της μαύρους κύκλους και η γνωστή μυρωδιά τσιγάρου σε συνδυασμό με τη γεύση των αλκοολούχων ποτών, που είχε καταναλώσει, της έφερναν πάντα την αίσθηση ότι πνιγόταν. Έβγαλε τα ρούχα της, τα οποία με μια θεαματική κλωτσιά βρέθηκαν πεταμένα σε μια άκρη του δωματίου, και μπήκε για ώρες ολόκληρες κάτω από το καυτό νερό και τα κιλά σαπουνάδας, μέχρι να νιώσει ότι η καταπόνηση του χθεσινού ξενυχτιού έχει αντικατασταθεί από την απόλυτη χαλάρωση. Κάλυψε το σώμα της με μια πετσέτα και ντύθηκε, χτενίστηκε, καλλοπίστηκε και έφαγε ένα χορταστικό πρωινό. Ο ήλιος ξεπρόβαλε όπως συνήθως, χαρίζοντας με το φως του ασφάλεια στους πρωινούς περαστικούς , ζεσταίνοντας τα παγωμένα πρόσωπά τους και δίνοντάς τους δύναμη να συνεχίσουν. Καθόταν και θαύμαζε την ομορφιά του και τα παιχνιδίσματα των ηλιαχτίδων, που προσπαθούσαν να περάσουν μέσα από τα σύννεφα. Ωστόσο, με τα χρόνια, η παντοδυναμία που είχε στα μάτια της άρχισε να της φαίνεται ασήμαντη. Τα παιχνίδια του φωτός είχαν γίνει βαρετά και ανιαρά, ενώ δεν ένιωθε πια την ζεστασιά του. Έκατσε στο μπαλκόνι σε μία από τις πλαστικές, λευκές καρέκλες και τοποθέτησε το τσάι μπροστά της, παρατηρώντας τους υδρατμούς να μάχονται απεγνωσμένα με το περιβάλλον για να επιβιώσουν. Μετά από ώρα άρχισε να επαναφέρει τις μνήμες της από το χθεσινό ξενύχτι. Θυμήθηκε όταν μπήκε στο κλάμπ, ότι η μουσική είχε ήδη αρχίσει. Κανείς δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία της. Είχε προχωρήσει στο πλήθος σπρώχνωντας ελαφρώς τα άτομα που μου εμπόδιζαν τον δρόμο της. Ήπιε το πρώτο μπουκάλι βότκα, το δεύτερο, το τρίτο... Και μετά η μουσική δυνάμωσε στα αυτιά της, οι ρυθμοί έγιναν βάναυσοι. Τα κορμιά λικνίζονταν με βίαιες κινήσεις, φωνές. Ζαλισμένη ήδη από την πολύ ποσότητα ποτού, μπλέχτηκε ανάμεσα στους υπόλοιπους. Όλα ήταν θολά, ασαφή. Όμως ένα πράγμα συγκράτησε το μεθυσμένο της μυαλό. Την είχε πλησιάσει. Είχε νιώσει την ανάσα του τόσο κοντά της, είχε νιώσει ότι δεν ήταν μόνη πια και το κενό της καρδιάς της γέμιζε έστω και για λίγο πάλι. Είχε νιώσει την ευτυχία που μπορεί να της προσφέρει. Είχε νιώσει μια πρωτόγονη γαλήνη και προστασία. Το άρωμά του την τραβούσε ακόμα πιο κοντά. Τα κορμιά τους έκλειπαν στο έντονο τέμπο της μουσικής. Διάχυτη στην ατμόσφαιρα ήταν η μυρωδιά του τσιγάρου και ιδιαίτερα αισθητή ήταν η οσμή των αλκοολούχων ποτών. Ο χώρος είχε έλλειψη καθαρού αέρα. Κι όμως για εκείνη ήταν ένας επίγειος παράδεισος. Γυρνούσε το δαχτυλίδι ασταμάτητα γύρω από τον αντίχειρά της. Η καρδιά της πονούσε από τους γρήγορους χτύπους που ήταν αναγκασμένη να κάνει λόγω των συνθηκών που έπρεπε να ανταπεξέλθει. Και μετά διάσπαρτες εικόνες. «Έλεος!» Ψιθύρισε στον εαυτό της και συνέχισε να πίνει το τσάι. Είχε αφεθεί στην ψυχική και σωματική μανία της μέθης. Όμως το χθες ήταν χθες. Έμεινε λοιπόν να κοιτάζει τη ράχη της Αυγής. Ο ήλιος χρύσωνε τα κύματα της θάλασσας. Γύρισε νωχελικά το βαρύ της σώμα. «Κατάντια!» Μονολόγησε εκνευρισμένη. Και όλα αυτά για ένα μήνυμα. Ένα μήνυμα που ήλπιζε να μην έρθει ποτέ. Ένα μήνυμα που δυστυχώς θα της θύμιζε την πραγματικότητα. Την είχε ξεπεράσει. Ήταν σαν μέσα σε μία μέρα ό,τι είχαν ζήσει, είχε χαθεί, είχε καεί. Μόνο που στην δικιά της την καρδιά είχαν ριζωθεί εκείνες οι αναμνήσεις. Και ναι, μπορούσε να το παραδεχθεί, έμεναν μαζί μόνο και μόνο επειδή κρατιούνταν από αυτές. Όταν λοιπόν ο χρόνος άρχισε να τις διαλύει στην καρδιά του, καταστράφηκε και το ενδιαφέρον του, τα αισθήματα του απέναντί της. Ήξερε ότι θα ερχόταν εκείνη η στιγμή κάποτε. Το ένιωθε κάθε μέρα που ξυπνούσε και δεν τον έβλεπε δίπλα της. Ποτέ δεν περίμενε όμως τόσο γρήγορα. Μήπως τελικά ήταν ένα ψέμα και εκείνος; Μήπως δεν ήταν αρκετή; Μήπως τελικά το να νοιάζεσαι τόσο πολύ για τον άλλο, δεν είναι αρκετό; Το να τον αγαπάς άνευ όρων μήπως είναι απλώς ένα εμπόδιο στο να σε αφήσει πιο νωρίς; Ίσως... ίσως ακόμα να περίμενε κατά βάθος τον πρίγκιπά της, αν και ήξερε ότι δεν θα ερχόταν, δεν θα προλάβαινε να τον γνωρίσει...
Τίκ... τόκ... τίκ... τόκ
Γύρισε την πίσω πλευρά του ρολογιού της. Το χρονόμετρο της υπενθύμισε για ακόμα μια φορά, ότι είχε στην διάθεσή της μόνο μία ώρα. Άνοιξε την πόρτα διάπλατα. Και το ρεύμα του αέρα της παρέσυρε τα μαλλιά. Ελεύθερη, αυτό ένιωσε. Ελεύθερη περίμενε τον δολοφόνο της. Πήρε τις μπογιές κάτω από το κρεβάτι της. Είχε καιρό να ζωγραφίσει. Είχε σχεδόν ξεχάσει αυτήν την αίσθηση. Γέμισε τα χέρια της με μπογιές και άρχισε με μανιασμένες κινήσεις να γεμίζει τον καμβά. Δεν την ένοιαζε. Απλώς επιθυμούσε όταν θα πέθαινε, να μην φύγει κλαίγοντας, αλλά με τον θυμό, το μίσος και την πονηριά, που είχε πάντα μέσα στην ψυχή της, να καλύπτουν το σώμα της. Άνοιξε το ψυγείο της και έβγαλε όσα ποτά είχε. Έπινε κοιτάζοντας τον πίνακα που ήταν γεμάτος πινελιές, πιτσιλιές και δακτυλιές. Θα ξεχνιόταν. Θα τα κατάφερνε. Κοίταξε το πρόσωπο της στην κλειστή οθόνη του κινητού της. Τι υποτίθεται ότι πρέπει να κάνει κάποιος που ξέρει ότι θα δολοφονηθεί σε λιγότερο από μισή ώρα; Κενό. Δεν είχε κάποιον για να αποχαιρετίσει, για να στενοχωρηθεί. Άφησε την παγωνιά να καταλάβει το σώμα της. Ανατρίχιασε και ευχαριστήθηκε από αυτήν την αίσθηση. Ένιωθε ότι ήταν ζωντανή. Έβαλε την μουσική δυνατά και κατέστρεφε οτιδήποτε έβρισκε μπροστά της. Χόρευε με πάθος και νόμιζε ότι θα ξεψυχούσε τελικά πριν εμφανιστεί ο δολοφόνος. Γύρισε στον καθρέφτη και σήκωσε το ποτήρι νερού που ήταν γεμάτο με ουίσκι. «Στην υγειά σου γλυκιά μου! Άσπρο πάτο!» Έφερε κοντά το ποτήρι στο στόμα της και τότε έπεσε απότομα στο πάτωμα. Εξάντληση ξαφνικά κάλυψε το σώμα της. Το δηλητήριο κυλούσε εδώ και ώρες στις φλέβες της. Πόσο μισούσε το δηλητήριο. Ήθελε να δει απέναντι της εκείνο το αναίσθητο ζευγάρι ματιών, το οποίο θα της υπενθύμιζε ακόμα και μετά τον θάνατό της τη ψυχρότητα στην οποία κατάφερε να επιβιώσει ολόκληρα είκοσι χρόνια. Θα της θύμιζε πόσο μικρόψυχη είχε γίνει και η ίδια. Το ουίσκι είχε γεμίσει το πάτωμα και τα μάτια της έμειναν ανοιχτά καθώς παρακολουθούσε σταγόνα, σταγόνα το ποτό να κυλάει στον χώρο. Δηλητήριο... προσπαθούσαν να κερδίσουν χρόνο. Ωστόσο, όταν αρχίζεις έναν τέτοιο πόλεμο επιβίωσης ακόμα και τα θύματα γίνονται ψυχρά σαν μανιακοί δολοφόνοι. Όσο πνίγεις τη φωτιά, τόσο περισσότερος καπνός γεννιέται και σε πνίγει... Η συμμορία το γνώριζε. Και αυτό ήθελε. Ήθελε να αποδείξει πόσο εύκολα θα καλυπτόταν καπνός και θα έπνιγε όλη την πόλη. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν απελπισία, πόνος, απωθημένα και ελπίδα ότι θα καταφέρουν να τα εκπληρώσουν με το καινούργιο κομμάτι του εαυτού τους που είχαν ανακαλύψει. Αθωότητα. Ποιος είναι αθώος και γίνεται να παραμείνει,  όταν όλα γύρω του καταρρέουν; Απαλλοτρίωση. Τι ωραία αίσθηση να χτίζουν σιγά-σιγά το όνειρό τους: το χάος. Το φως του ήλιου πια δεν μπορούσε να χαρίσει ασφάλεια σε κανέναν, η ζεστασιά του δεν γινόταν αισθητή. Ήταν τόσο μακρινός, αδύναμος σε αντίθεση με το σκοτάδι που άπλωνε τα πλοκάμια του.

ΟΙ 100 ΑΘΩΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ Wo Geschichten leben. Entdecke jetzt