Προχώρησαν στα σκοτεινά και δεν αντάλλαξαν ούτε μια κουβέντα στην πορεία τους. Ο Μπίλ ήξερε καλά τι σκεφτόταν η Κατρίν. Η παρουσία του Ιάσωνα ήταν τόσο αισθητή, ωστόσο εδώ και χρόνια τον είχαν αποχαιρετίσει. Η Κατρίν έτριβε και έστριβε συνέχεια στα χέρια της το κολιέ που είχε χρόνια να το φορέσει. Θυμόταν εκείνη την ημέρα. Είχε ξυπνήσει στην αγκαλιά του καθώς εκείνος χάιδευε μαλακά τα μαλλιά της και τραγουδούσε σιγανά τον συνηθισμένο ρυθμό του τραγουδιού τους. Η Κατρίν χαμογέλασε και κόλλησε πιο πολύ επάνω του. «Καλημέρα!» Είπε και εκείνος την φίλησε εισπνέοντας το δροσερό, φρουτώδες άρωμά της. «Σ' αγαπώ.» Της είπε και εκείνη σηκώθηκε απότομα από την αγκαλιά του. «Τι έπαθες γλυκιά μου; Τι σκέφτεται αυτό το μυαλουδάκι;» «Τίποτα. Τίποτα σπουδαίο.» Τον κοίταξε με βλέμμα παραπονεμένο και έπεσε πάνω στο στέρνο του. «Είναι ακόμα πολύ νωρίς γιατί με ξύπνησες αγαπούλα μου;» «Για να ακούσω την φωνούλα σου γλυκιά μου...» Η Κατρίν έκλεισε τα μάτια της και την πήρε ξανά ο ύπνος στην αγκαλιά του. Ακούμπησε το κεφάλι της πάλι στο βαμβακερό μαξιλάρι, έβαλε την τούφα μαλλιών που ήταν μπροστά στο πρόσωπό της πίσω από το αυτί της και χαμογέλασε ελαφρά με την έκφραση ηρεμίας και ευτυχίας, η οποία είχε στολίσει όμορφα την αγαπημένη του. Έβγαλε από τον λαιμό του ένα κολιέ. Του το είχε χαρίσει η μητέρα του κάποτε για τύχη και όφειλε να παραδεχθεί πως όλα πήγαιναν καλά από τότε. Της φόρεσε το κολιέ που είχε πάνω του μια γαλάζια πέτρα και τριγύρω ασημί λεπτομέρειες που σχημάτιζαν ένα μαύρο φίδι και τον αριθμό 13. Το τηλέφωνο χτύπησε και το σήκωσε. Ήταν ο Μπίλ. Είχε λάβει την απάντηση. Η πρόσκληση είχε έρθει στο σπίτι του. Θα παίζαν για μια ακόμη φορά. Θα κέρδιζε χρόνο και γι' αυτόν και για την Κατρίν. Έφυγε ήσυχα από το διαμέρισμά της. Οι πίνακες στόλιζαν τον χώρο. Όλα ήταν μαζεμένα, σε μια τάξη. Έκλεισε την πόρτα πίσω του... περίμενε πώς και πώς να την ξαναδεί. Η Κατρίν εκείνη την ημέρα είχε ανάστατο ύπνο. Είχε μήνες να δει εφιάλτη, να ακούσει φωνές, να ξυπνήσει γεμάτη απόγνωση. Αυτήν την φορά δεν κατάφερε ούτε να ξυπνήσει. Έμεινε κολλημένη να βλέπει ξανά και ξανά το πρόσωπο του Ιάσωνα όταν το αίμα κυλούσε από πληγές του. Φώναζε μέσα στο δωμάτιο... τύχη ή κατάρα. Ό,τι και να κουβαλούσε εκείνο το κολιέ ήταν αυτό που την έκανε να νιώθει πιο δυνατή. Σταμάτησαν μπροστά από τον τοίχο που έκλεινε την διαδρομή τους. Ο Μπίλ πλησίασε την Κατρίν και έβαλε τα χέρια του στους ώμους της. «Να ξες σε κάθε μάχη μπορεί να υπάρξουν αρκετές απώλειες, όμως μία είναι που θα σου κοστίσει περισσότερο: αν ξεχάσεις ποιος είσαι, τι θες πραγματικά, τους στόχους σου, αν χαθείς. Σ' αυτό ποντάρουν και αυτοί.» Η Κατρίν με ένα νεύμα έδειξε ότι συμφωνούσε και κοίταξε προσεκτικά τις κινήσεις του σώματός του. «Τι έγινε;» «Τίποτα. Απλώς σκεφτόμουν ότι ποτέ δεν μας είπες τίποτα για την συμμορία, ούτε εσύ, ούτε ο Ιάσωνας. Ξέρατε ότι δεν τους είχαμε νικήσει εδώ και χρόνια, όμως μας αφήσατε στο σκοτάδι. Παίξατε μόνοι σας. Κινδυνεύσατε... Υποτίθεται θα είμασταν μαζί. Όλοι μαζί μια ομάδα εναντίον τους. Έτσι είχαμε ξεκινήσει και έτσι θα τελειώναμε. Αν μπαίναμε μαζί, θα βγαίναμε μαζί. Γιατί το κάνατε αυτό;» «Ίσως να καταλάβεις άλλη φορά, αλλά αν αυτό σε ευχαριστεί πρέπει να μάθεις ότι ο θάνατος του Ιάσωνα δεν πήγε χαμένος... και αυτήν την φορά θα είμαστε μαζί. Όμως, μην εμπιστευτείς κανέναν. Δεν ξερεις ποτέ τι έχουν περάσει. Όλοι κοιταν το συμφέρον τους ή αυτό που νομίζουν ότι είναι...» «Μπίλ... κάνε μου μια χάρη.» «Τι;» «Την επόμενη φορά μην μου ξαναπείς ψέματα. Έστω και για μια φορά αξίζω όλη την αλήθεια.» «Σύμφωνοι.»
YOU ARE READING
ΟΙ 100 ΑΘΩΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ
Mystery / ThrillerΣε μία πόλη που η μονοτονία της καθημερινότητας είναι η μεγαλύτερη προκλήση κάθε πολίτη έρχεται να ταράξει τα νερά μια σειρά από δολοφονίες... που θύματα δεν είναι μόνο οι νεκροί αλλά και οι δολοφόνοι. Εκατό δολοφόνοι θα περιμένουν ανυπόμονα να ανακ...