Ένα παιχνίδι και θα πεθάνεις

56 10 0
                                    

  Το ποτό κύλησε στον οργανισμό της. Ένιωθε να φτάνει μέχρι τα άκρα της και εκείνα μούδιασαν από ευχαρίστηση. Δεν ήταν αλήθεια. Δεν μπορεί να ήταν αλήθεια. Το μπουκάλι τεκίλας άδειασε και η απογοήτευση ήταν φανερή στο πρόσωπο της Κατρίν. Η γλυκιά γνώριμη ζαλάδα είχε διαλύσει ό,τι την βασάνιζε. Εικόνες από εφιάλτες της εμφανίζονταν στο μυαλό της, αλλά αυτή την φορά ήταν τόσο μακρινές καθόλου τρομακτικές. Έμεινε αγκαλιά με το άδειο μπουκάλι. Το ήξερε και η ίδια δεν θα άντεχε χωρίς ποτό. Οι κραυγές ακούγονταν χαμηλές. Πόσο λάτρευε αυτήν την αίσθηση. Οι δαίμονες της την κατασπάραζαν και κανένας δεν ήταν εκεί για να τους διώξει. Πια δεν περίμενε από κανέναν να τη σώσει. Ήξερε να μάχεται μόνη της. Άλλωστε όλοι είχαν τον δικό τους Γολγοθά να ανέβουν, γιατί να κουβαλήσουν και να ανεβάσουν και εκείνη θα ήταν μόνο περιττό βάρος. Θα καθυστερούσε την άνοδό τους με επιπλέον μάχες που δύσκολα θα τις νικούσαν. Γι' αυτό αντιμετώπιζε τα πάντα μόνη της. Ποιος θα την πίστευε άλλωστε; Φωνές, εφιάλτες, ποτό, τσιγάρα... το μόνο που θα νόμιζαν ήταν ότι θα χρειαζόταν επιπλέον χάπια και φροντίδα. Όχι, μπορούσε και μόνη της. Δεν ήταν πια μικρή. Δεν ήταν πια τόσο αδύναμη. Ή μήπως ήταν; Ο ξεφτισμένος καναπές εξαφάνισε τα λιγοστά δάκρυα που έτρεξαν από τα μάτια της Κατρίν. Οι λεπίδες επάνω στο τραπεζάκι άστραφταν στον χώρο καθώς έπεφταν πάνω τους ηλιαχτίδες ήλιου. Δεν το είχε πει σε κανέναν, αλλά κάποτε αυτή ήταν η καθημερινότητά της. Αποκοιμήθηκε για μια ακόμη φορά. Οι εφιάλτες της ήταν τόσο ανίσχυροι τώρα πια... θαυματουργό ποτό. Μέσα στο κενό που επικρατούσε στο μυαλό της τον είδε. Καθόταν σε μια ξύλινη καρέκλα. Ήταν ήρεμος, χαρούμενος καθώς τα χέρια του τύλιγαν την πάνινη κούκλα. Και σιγά σιγά ξερίζωνε μέρη της. Άκουγε τις ραφές να σπάνε αργά και έβλεπε το περιεχόμενο της να βγαίνει. Και οι δυο τους ξέρανε τι σκεφτόταν. Αίμα. Σάρκα. Οστά να σπάνε αργά. Βασανίστηκα αργά. Ποσό λάτρευε την γεύση του ιδρώτα που κάλυπτε το σώμα των ζωντανών παιχνιδιών του. Το άγχος τους και ο φόβος τους τον διεγείρει. «Έλα να παίξουμε. Θα είμαι καλό παιδί. Παίζω πάντα με τους κανόνες. Εσύ;» Η φωνή του παιδική. Αηδιαστικά εκνευριστική. «Έλα να παίξουμε. Σου υπόσχομαι ότι θα πεθάνεις.» Άνοιξε τα μάτια της. Όχι δεν θα έπαιζε με κανενός τους κανόνες. Δεν θα ήταν το παιχνίδι κανενός. «Ώρα να παίξουμε φίλοι μου με τους δικούς μου όρους...» Ψιθύρισε. Σήκωσε το τηλέφωνο. «Έλα. Μ' ακούς; Πρέπει να μιλήσουμε. Είναι πολύ σημαντικό. Ήρθε η ώρα να βάλουμε κάποια άτομα στη θέση τους...» Το τέλος τους θα ερχόταν και τώρα ήταν η αρχή αυτού. Δεν φοβόταν. Δεν φοβόταν πια. Είχε συνηθίσει την εικόνα του θανάτου. Δεν ένιωθε την στενοχώρια. Απάθεια. Έτσι θα λέγαν πολλοί. Αδιαφορία. Θα έλεγαν άλλοι. Μπα! Τίποτα από αυτά απλώς ήξερε τι ανθρώπους θα αντιμετώπιζε και δεν είχε καμία διαφορά με αυτούς. Το δεξί της χέρι έτρεμε ελαφρώς καθώς κατάλαβε ότι της έλειπε εκείνο το βάρος. Όμως όχι... Όχι, δεν ήταν εδώ για να ξαναδολοφονήσει. Ήταν εδώ για να τιμωρήσει. Να κυνηγήσει. Όσο είχε χρόνο ακόμα... Ο καιρός είχε περάσει όμως, ίσως να κατάφερνε να σταματήσει τον χρόνο. Ίσως να κατάφερνε να σταματήσει το δικό της ρολόι και τον δολοφόνο που περίμενε να φτάσει εκείνη η ώρα.

ΟΙ 100 ΑΘΩΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora