Μια φορά κι έναν φόνο

15 4 0
                                    

Η Γκρίρ επιβράδυνε το βάδισμά της. Έστριψε στο επόμενο στενό και έκατσε για λίγη ώρα μπροστά από την εξώπορτα του σπιτιού της. Το κλειδί είχε μείνει στο χέρι της και της φαινόταν ακατόρθωτο να το τοποθετήσει στην κλειδαρότρυπα και να ξεκλειδώσει τη σιδερένια πόρτα. Επανέλαβε ξανά στο μυαλό της την εικόνα του εγκλήματος και τις πρώτες σκέψεις της. Θα έδινε όρκο, ότι για να πέσουν αυτές οι σκαλωσιές και τα υλικά οικοδομής χρειαζόταν ένα αρκετά μυώδες άτομο. Παρόλα αυτά, ο Χανκ Όουεν ήταν τόσο αδύναμος και η καθιστική ζωή είχε δημιουργήσει επάνω του σημάδια αγυμνασιάς. Εκτός αυτού, όταν περιέγραφε τον τρόπο που δολοφόνησε την Σελίν Κούπερ, ήταν σαν να είχε αποστηθίσει ένα κακογραμμένο σενάριο για τη συγκάληψη του πραγματικού εγκληματία. Γιατί όμως; Το διαισθανόταν. Κάτι περίεργο κρυβόταν πίσω από όλα αυτά. Μπορεί όλοι οι άλλοι στο τμήμα να χαίρονταν ότι τελείωσε η υπόθεση πριν γίνει χαμός και οι πολίτες δεν νιώθουν την απαραίτητη ασφάλεια, όμως αν κυκλοφορούσε εκεί έξω ένας δολοφόνος και όλοι είχαν επαναπαυθεί στην εντύπωση, ότι τον είχαν φυλακίσει, θα υπήρχε σοβαρό πρόβλημα. Υπήρχε ωστόσο και ο μάρτυρας, τα δακτυλικά αποτυπώματα. Η έκφραση που είχε η Κατρίν, όταν της εξηγούσε τα πάντα ξαναεμφανίστηκε στο μυαλό της. Είχε χρόνια να τη δει να σουφρώνει το πρόσωπό της με αυτόν τον τρόπο και να είναι τόσο αινιγματική. Είχαν περάσει χρόνια από τότε. Τότε που έληξε το τελευταίο παιχνίδι, που είχαν παίξει ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Ένα παιχνίδι που δεν μπορούσες να το αποφύγεις. Μπήκε μέσα και πέταξε τα κλειδιά στο συρτάρι, κρέμασε το παλτό της και με μια κίνηση του χεριού της προσπάθησε να διώξει, ό,τι είχε σχέση με τη δουλειά της. Τα δύο μικρά σκανταλιάρικα διαβολάκια της έτρεξαν σε αγώνα μετ' εμποδίων, πηδώντας πάνω από τους καναπέδες και τα χιλιάδες διάσπαρτα παιχνίδια στον χώρο, προσπαθώντας να φτάσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν στην αγκαλιά της. Πιάστηκαν σφιχτά από τα πόδια της, κάνοντάς την ανίκανη να πραγματοποιήσει έστω και ένα βήμα. Ο άνδρας της,
της χάρισε ένα χαμόγελο γεμάτο ανακούφιση, δίνοντάς της να καταλάβει πόσο υπερκινητικά ήταν τα παιδιά σήμερα. Και με μια ματιά στο σαλόνι το επιβεβαίωσε. Παντού σκορπισμένα πράγματα... ένας κακός χαμός! Ξεφύσηξε αντικρίζοντας αυτό το θέαμα. Το σώμα της, της υπενθύμιζε διαρκώς τη λιγοστή δύναμη που της είχε απομείνει, όμως το μυαλό της διέταζε να μαζέψει και να βάλει τα πάντα στη θέση τους. Τα μικρά μαϊμουδάκια της, ελευθέρωσαν τα κάτω άκρα της και τρέξαν στον επάνω όροφο. «Καλά τι έγινε εδώ μέσα; Πυρηνική βόμβα έπεσε;» Ο Τζέικομπ γέλασε με την καρδιά του. Την πήρε αγκαλιά και την έσφιξε, κάνοντάς την να νιώθει ότι πνίγεται. «Και εμένα μου έλειψες αγάπη μου.» Τη φίλησε μαλακά ακουμπώντας τα χείλια του στο μέτωπό της. Εκείνη στηρίχθηκε πάνω του και έμεινε για λίγο σιωπηλή για να ακούσει τους χτύπους της καρδιάς του. Στα αυτιά της έφταναν σαν μελωδία. Χαμογέλασε ναζιάρικα σαν μικρό παιδάκι και έμεινε να κοιτάει τα φωτεινά του μάτια. Πόσο μαγικά υπέροχα... σαν να έλαμπε όλος της ο κόσμος. «Λοιπόν, ώρα να μαζέψουμε νομίζω...» Κάνοντας μια παραπονεμένη γκριμάτσα άφησε τη ζέστη αγκαλιά του και ξεκίνησε να μαζεύει. «Πρώτη φορά ήταν τόσο ενεργητικά... να φανταστείς βγάλανε ένα κομμάτι από το πάτωμα. Δεν ξέρω πώς το κατάφεραν!» Της έδειξε ένα κομμάτι του ξύλινου πατώματος και εκείνη πάγωσε στην όψη του. «Τι; Υποτίθεται θα τα πρόσεχες!» «Ηρέμησε γλυκιά μου... τι έπαθες;» «Ξέρεις τι; Φέρε μου το κομμάτι και πήγαινε πάνω να τα κοιμήσεις πριν κάνουν καμιά άλλη ζημιά!» Ο Τζέικομπ κοίταξε φανερά απορημένος τη γυναίκα του για την ξαφνική αλλαγή στη συμπεριφορά της. Ανέβηκε αμίλητος τις σκάλες. Ήξερε ότι όταν θα ηρεμούσε από την πίεση της δουλειάς θα επανερχόταν η ηρεμία της. Η Γκρίρ μέτρησε αντίστροφα καθώς ο Τζέικομπ ανέβαινε τις σκάλες. Πέντε... τέσσερα... τρία... δύο... ένα... Σηκώθηκε απότομα και δεν νοιάστηκε ούτε λεπτό για την καταπόνηση που βάραινε το κορμί της. Πήγε στο σημείο από το οποίο είχε αφαιρεθεί το ξύλινο κομμάτι και η αδρεναλίνη της είχε ανεβεί στα ύψη. Ψηλάφισε στα τυφλά το κενό που είχε κάτω από το πάτωμα και το ένιωσε. Ήταν ακόμα εκεί. «Πάλι καλά!» Ψιθύρισε με ανακούφιση. Το τράβηξε και το μπορντό κουτί, που ήταν γεμάτο σκόνη, φαινόταν τόσο κατεστραμμένο από την πολυκαιρία. Η αίσθηση του δέρματος του κουτιού ήταν τόσο γνώριμη. Το άνοιξε προσεκτικά. Ήρθε αντιμέτωπη με τις ίδιες φρικαλέες αναμνήσεις και κοίταξε τριγύρω της. Έβγαλε το φάκελο που είχε πρόσφατα τοποθετηθεί μαζί με το υπόλοιπο περιεχόμενο του κουτιού. Είδε το βουλοκέρι να σχηματίζει τα αρχικά «Τ.Χ.» και αντιλήφθηκε κατευθείαν ότι οι παρτίδες της δεν είχαν τελειώσει. Τώρα κοίταξε γύρω της πιο σχολαστικά για να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν κανένας άλλος στον χώρο. Η Γκρίρ ήξερε, πως λογικά θα της ζητούσαν να κάνει κάτι, όπως να καλύψει ένα έγκλημα, όμως αυτό δεν έμοιαζε για 'αποστολή' ώστε να δανειστεί περισσότερο χρόνο, αλλά για πρόσκληση. Πρόσκληση για ένα παιχνίδι. Ένα τελευταίο παιχνίδι. Η Γκρίρ έμεινε άναυδη. Αν την καλούσαν για να παίξει σημαίνει ότι τα παιχνίδια συνεχίζονταν. Σημαίνει, ότι την προηγούμενη φορά αυτή και η παρέα της δεν κατάφεραν να τους νικήσουν ολοκληρωτικά. Σημαίνει, ότι όσες απώλειες είχαν, έγιναν για να καθυστερήσουν ελάχιστα την εξάπλωση της σιωπηλής συμμαχίας, δεν είχαν νικήσει. Είχαν καταστραφεί, αλλά δεν είχαν σταματήσει και τους αντιπάλους τους. Και τώρα; Τώρα που είναι τόσο αδύναμοι από πλευρά τους, πώς θα αντιμετώπιζαν το κύμα που ερχόταν; Άνοιξε τον λευκό φάκελο και διάβασε ξανά και ξανά μέχρι που έμαθε τα λόγια του χαρτιού σαν προσευχή. Στην παλιά τράπεζα χρόνου. Εκεί που είχαν παίξει το πρώτο τους παιχνίδι. Εκεί ήθελε η συμμορία να είναι και το τελευταίο. Η Γκρίρ τράβηξε με δύναμη το πιστόλι που είχε καταχωνιασμένο κάτω από το πάτωμα. Το έκρυψε ανάμεσα σε μια στοίβα πραγμάτων που είχε μαζέψει για να ανεβάσει στον επάνω όροφο και αφού έφτασε εκεί, άλλαξε ρούχα. Μαύρο παντελόνι και ζώνη με ασημί λεπτομέρειες, ασημί αλυσίδες κρέμονταν από το παντελόνι της και το εξίσου σκουρόχρωμο δερμάτινο μπουφάν της και μπλούζα, που την στόλιζε μια λευκή κατεστραμμένη νεκροκεφαλή, άλλαζαν την όψη της όμορφης, γλυκομίλητης αστυνομικού, η οποία ήταν παθιασμένη με τη δουλειά της και την οικογένειά της. Κοιταζόταν για ώρα στον καθρέφτη και θαύμαζε αυτήν την αλλαγή. Πόσο το είχε ανάγκη να ξαναδεί εκείνη την ατρόμητη έφηβη, η οποία δεν την ενδιέφερε το αύριο, ούτε η συνέχεια της ζωής της. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να ζήσει το τώρα και να καλοπεράσει. Θυμόταν ακόμα εκείνο το κορίτσι και μέσα στα ρούχα αυτά αισθανόταν σαν να ξαναξυπνούσε μέσα της. Μπορούσε ακόμα να νιώσει τις πληγές της ψυχής της. Τότε έκρυβε τις ανασφάλειές της πίσω από χαμόγελα. Τώρα απλώς αδιαφορούσε. Της είχαν γίνει όλα μια βαρετή συνήθεια. Το όπλο της χάρισε το κλεμμένο χαμόγελό της και εκείνη του υποσχέθηκε σαν αντάλλαγμα ότι θα τιμωρούσε όσους της είχαν αφαιρέσει τη δυνατότητα να είναι αυτό που ήθελε να είναι: ελεύθερη από το βάρος των τύψεων, ελεύθερη να ζήσει όπως θα είχε επιλέξει εκείνη. Το κινητό της χτύπησε ρυθμικά. Το σήκωσε και άκουσε κάτι σχετικά με έναν δηλητηριασμό... ήταν από τη δουλειά της. Άφησε το τηλέφωνο να πέσει με δύναμη στο πάτωμα και πάτησε επάνω του με τις μαύρες αρβύλες της. Η συνομιλία διακόπηκε και η Γκρίρ χασκογέλασε μόνη της. «Ώρα να γυρίσω πίσω φίλοι μου! Ώρα να γράψω μια ιστορία. Μμμμμ! Πώς να ξεκινάει; Μια φορά και έναν φόνο, τον δικό σου φόνο!» Είπε και κοίταξε κατάματα την κρυφή κάμερα που παρακολουθούσε εδώ και καιρό κάθε της κίνηση.
Τίκ... τόκ... τίκ... τόκ
Η ώρα είχε φτάσει.

ΟΙ 100 ΑΘΩΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ Donde viven las historias. Descúbrelo ahora