Κραυγές μες στην σιωπή

63 10 0
                                    

Τα περιπολικά είχαν κυκλώσει την περιοχή. Η αστυνομικός με χίλια ζώρια πέρασε ανάμεσα από το κύμα κόσμου που παραληρούσε, ζητώντας αμέτρητες συγνώμες στην πορεία που προσπαθούσε να ανοίξει με το λεπτοκαμωμένο κορμί της. Φαινόταν ήρεμη παρά την σύγχυση που επικρατούσε. Η μπλε στολή της ήταν για λιγοστά νούμερα μεγαλύτερη και της ήταν αρκετά φαρδιά. Το σήμα ακόμα έλαμπε και άστραφτε σαν να ήταν ολοκαίνουργιο. Στην αστυνομικό ήταν αρκετά εμφανής η περηφάνεια που φώτιζε το βλέμμα της και οι κινήσεις της εξέπεμπαν τον απαραίτητο δυναμισμό για να την υπολογίζουν όλοι σαν ίση και να της δείχνουν τον σεβασμό που της άρμοζε. Κοίταξε υπεροπτικά, όπως συνήθως έκανε για να ανακρίνει ή να επιβληθεί σε κάποιον. Πλησίασε έναν από τους συναδέλφους της. «Λοιπόν τι έχουμε εδώ;» «Ατύχημα απ' ότι φαίνεται.» Απάντησε αδιάφορα και συνέχιζε να κοιτάζει απορροφημένος τον καφέ του καθώς με την κίνηση του χεριού του ανακατευόταν ολόκληρος με παφλασμούς. Την είδε που παρατηρούσε τον καφέ και πρόσθεσε δήθεν αδιάφορα ότι μόλις τον είχε αγοράσει και συνέχιζε να ρουφάει εκνευριστικά το περιεχόμενο του χιλιοχρησιμοποιημένου ποτηριού καφέ. Γέλασε ελαφρά η αστυνομικός. Δεν τον είχε αγοράσει. Ήταν το ίδιο ποτήρι που είχε καθημερινά και το ίδιο νεροζούμι που είχαν στο γραφείο στα κεντρικά. Αλλά τον άφησε να ελπίζει ότι την είχε κάνει να πεισθεί. Πλησίασε προς την πολυκατοικία για να αντικρίσει βουβή το θέαμα. Η γυναίκα ήταν κυριολεκτικά παλουκομένη σε ένα σίδερο και ξύλινες πλάκες κάλυπταν το τεμαχισμένο σώμα της. Χάλια κατάσταση. Κοίταξε από λίγο πιο μακριά την εικόνα που αντίκριζε. Δεν έβγαζε νόημα. Κάτι δεν της κολλούσε... Το σώμα της και τα ρούχα της είχαν διαλυθεί με τέτοιον τρόπο που απαιτούσε ή μεγάλη ταχύτητα ή μεγάλο βάρος να πέσει πάνω της. Οι ξύλινες επιφάνειες δεν είχαν τόσο βάρος για να καταφέρουν τέτοιο πράγμα. «Ποιοι την βρήκαν;» «Ιδιοκτήτες του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου. Κάλεσαν την άμεση δράση. Μέχρι όμως να έρθουμε είχαν ήδη προσπαθήσει να ελευθερώσουν την γυναίκα, μήπως ήταν ζωντανή.» «Δηλαδή πείραξαν την σκηνή του εγκλήματος πολύ βολικό για τον δολοφόνο.» «Τι; Ποιον δολοφόνο; Ατύχημα ήταν!» «Γιατί αποκλείεις και την δικιά μου εκδοχή;» «Τι σε κάνει να πιστεύεις κάτι τέτοιο;» «Τα ρούχα που φοράει...» «Τι έχουν;» «Μην κοιτάς τι έχουν... τέτοια ρούχα φοράς πριν πας για ύπνο. Όταν χαλαρώνεις στην ζεστασιά του σπιτιού σου. Δεν φοράει παπούτσια για έξω, αλλά απ' ότι φαίνεται αυτές είναι παντόφλες και το πρόσωπό της φαίνεται ατημέλητο και απεριποίητο. Ήταν έτοιμη να περάσει λίγες ώρες ξεκουράσης στο σπίτι της και μετά ίσως να κοιμόταν. Τι την έκανε να βγει έτσι έξω;» «Εννοείς ότι την κυνηγούσε κάποιος;» «Ναι.» «Δεν βγάζει νόημα. Για να βγει τρέχοντας έτσι, άρα θα ήταν μες στο σπίτι της και προσπάθησε να ξεφύγει. Αν ήσουν εσύ ο δολοφόνος, τι θα την άφηνες να τρέχει έξω; Δεν θα την σκότωνες εκεί; Δεν θα υπήρχαν ούτε μάρτυρες ούτε τίποτα.» «Κι όμως επωφελήθηκε αρκετά... δεν μπορούμε να αποδείξουμε ότι είναι δολοφονία. Όχι, ακόμα τουλάχιστον. Πάντα αφήνουν κάτι πίσω τους οι δολοφόνοι. Πάντα τους αρέσει να θαυμάζουν τα αριστουργήματά τους.» Κοίταξε το πλήθος που προσπαθούσε να διακρίνει το σώμα της άτυχης γυναίκας. «Γιατί επιμένεις στην εκδοχή της δολοφονίας; Ατυχήματα γίνονται συνέχεια.» «Το διαισθάνομαι. Νιώθω την παρουσία του στον χώρο. Σαν να έχει αφήσει την σφραγίδα του. Σαν να θέλει να τον βρούμε. Ήταν δολοφονία και ο δολοφόνος νιώθω ότι μας οδηγάει σε αυτόν οικειοθελώς.» «Νομίζω παραλογίζεσαι. Αλλά αν είσαι τόσο πεπεισμένη θα την εξετάσουμε για DNA.» «Και βέβαια θα το κάνετε. Ενημέρωσέ με για τα αποτελέσματα.» Απομακρύνθηκε από τον συνάδελφό της και βγήκε από το μπλόκο που είχε στήσει η αστυνομία. «Έτρεχε να ξεφύγει... έτρεχε να ξεφύγει... την άφησες να νομίζει ότι σου ξέφυγε... την άφησες να ελπίζει... έπαιξες μαζί της. Αυτό ήταν που ήθελες πραγματικά;» Ψιθύρισε και άφησε το σώμα της να την οδηγήσει προς τον δρόμο που της είχαν υποδείξει προς το σπίτι της δολοφονημένης. Γύρισε αργά το κεφάλι της και αντιλήφθηκε ότι απέναντί της στεκόταν αγέρωχο ακόμα το σπίτι της Κατρίν. Θυμόταν ακόμα εκείνο το πανέμορφο κοριτσάκι με μια ανεξήγητη μανία να καταφέρνει τα πάντα μόνη της. Το διαμέρισμά της ήταν στον τρίτο όροφο. Θυμόταν ότι την είχε επισκεφθεί κάποιες φορές. Όταν είχε εξαφανιστεί ο πατριός της και όταν είχε χάσει την μητέρα της. Και ίσως λίγες ακόμα φορές στην αρχή για να βλέπει πώς είναι. Όμως δεν ένιωθε πια ότι απέναντί της είχε εκείνο το μικρό κορίτσι. Αντ' αυτού η Κατρίν ήταν πια μια γυναίκα που επέφευγε τους πάντες και μείωνε συνέχεια τον εαυτό της. Είχε βαρεθεί την γκρίνια της και έτσι άρχιζε να αφήνει το κενό της σχέσης τους όλο να μεγαλώνει. Τα τηλέφωνα όλο και λιγόστευαν. Οι επισκέψεις είχαν σταματήσει. Αλλά ίσως τελικά ήταν καλύτερα έτσι. Κοίταξε το ρολόι της. Ίσως όμως να ήταν καλό να επισκεφθεί για λίγο την παιδική της φίλη.

                             ***

  Άνοιξε απρόθυμα την πόρτα. Τα ρούχα της τσαλακωμένα και το λευκό πουκάμισό της είχε πάρει μια απόχρωση του ροζ. Κοίταξε την απρόσμενη επισκέπτη της. Ήταν η παιδική της φίλη, η Γκρίρ. Είχε περάσει αρκετός καιρός από την τελευταία φορά που είχαν ειδωθεί. Αλλά ακόμα είχε αυτήν την στολή λίγα νούμερα μεγαλύτερη που την έκανε να φαίνεται τόσο μικροκαμωμένη και ταυτόχρονα χοντρή. Η Κατρίν δεν είχε πει ποτέ στην φίλη της ότι είχε καταλάβει γιατί είχε τόση μανία με αυτήν την στολή. Είχε παρατηρήσει στην οικογενειακή της φωτογραφία τον πατέρα της και θα έδινε όρκο ότι ήταν η ίδια. «Τι θες εδώ;» Είπε ωμά. «Τίποτα ήμουν στην γειτονιά για δουλειά και είπα να περάσω λίγο να δω τι κάνεις. Καινούργιο πουκάμισο; Με γεια!»   «Ναι, μπορείς να το πεις και έτσι...»   Η Γκρίρ παρατήρησε την κούραση που είχε το πρόσωπό της φίλης της. «Πάλι εφιάλτες; Έτσι;»   Πήρε βαθιά ανάσα και ξεφύσηξε. «Ναι. Τον τελευταίο καιρό έχω αρκετούς.»   «Και τι βλέπεις;»   «Είδα τον θάνατο κάποιων και είδα πως ένας προσπάθησε να δολοφονήσει μια κοπέλα. Η φυσιογνωμία της ήταν αρκετά γνωστή οφείλω να πω... τέλος πάντων δεν ξέρω τι έγινε τελικά ξύπνησα.» Η Γκρίρ ήξερε καλά τι περνούσε η φίλη της. Και εκείνη είχε εφιάλτες όταν πέθανε ο πατέρας της, αλλά τους είχε ξεπεράσει σε αντίθεση με την Κατρίν. «Έγινε μια δολοφονία.»   «Πού;»   «Λίγα στενά πιο κάτω. Χθες το βράδυ. Πήγαινα στο σπίτι του θύματος τώρα. Πρέπει να φύγω έχω καθυστερήσει. Χάρηκα που σε είδα... και μην φοβάσαι όλα θα φτιάξουν. Όλα άλλωστε είναι απλώς εφιάλτες... Δεν είναι αλήθεια.» «Ποιος είναι το θύμα;» «Ποια θες να πεις. Μια παιδίατρος. Την λέγαν Σελίν Κούπερ.» «Γνωστό όνομα...» «Ίσως να είχες πάει όταν ήσουν μικρή. Άλλωστε δούλευε εδώ στην γειτονιά.» Η Κατρίν πάγωσε. «Καλά χάρηκα που τα είπαμε. Να βρεθούμε καμία φορά. Γεια!» Έκλεισε γρήγορα την πόρτα της και έπεσε στο πάτωμα. Σελίν Κούπερ... και βέβαια την ήξερε ήταν η παιδίατρος που είχε πάει κρυφά όταν την είχε κάψει ο πατριός της. Η εικόνα της γυναίκας πάγωσε το αίμα της. Η φωνή της ήταν λεπτή, αρκετά εκνευριστική. Δεν μπορεί να ήταν σύμπτωση. Δεν μπορεί να την είδε στον εφιάλτη της και σήμερα να πέθανε. Ακόμα ένιωθε την τρεμάμενη ανάσα της. Το μαχαίρι ήταν ακριβώς πάνω από τον λαιμό της. Δεν μπορεί να ήταν σύμπτωση...
Τίκ...τόκ...τίκ...τόκ
Ένα μάθημα που της είχε διδάξει η ζωή ήταν να αδιαφορεί για κάτι τέτοια και πάνω από όλα να μην τα μοιράζεται με κανέναν. Ήξερε πόσο ασφυκτικά περίεργος θα γινόταν ο κόσμος αν μάθαινε για κάτι που είναι ξεχωριστό. Όλοι επιθυμούν να το αποκτήσουν. Όλοι θέλουν να το καταστρέψουν για να μην νιώθουν μειονεκτικά. Μπορούσε όμως να αδιαφορήσει όταν επρόκειτο για δολοφονία;

ΟΙ 100 ΑΘΩΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora